«Το ξέρω πως στο τέλος θα ηττηθώ από τον χρόνο. Μέχρι τότε προσπαθώ να τον κερδίζω στα σηµεία».
Από την Πάτρα του 1947 µέχρι την Ελλάδα του Μνηµονίου, ο Θάνος Μικρούτσικος µιλάει για τη ζωή του, το τραγούδι, την πολιτική. Σηµάδια που «κέρδισε» από τον χρόνο και σηµάδια που ο ίδιος έβαλε στον χάρτη του νεοελληνικού πολιτισµού. Γεγονότα, σκέψεις, συναισθήµατα µιας συναρπαστικής διαδροµής. Το 2011 είχε κυκλοφορήσει η «αυτοβιογραφία» του με τίτλο: «Ο Θάνος και ο Μικρούτσικος» (εκδ. Πατάκη). Το βιβλίο των 450 σελίδων προέκυψε μέσα από 24 συναντήσεις όπου ο Θάνος Μικρούτσικος και ο στιχουργός, Οδυσσέας Ιωάννου είχαν μιλήσει για όλα…
Ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο αδελφός μου, το οικογενειακό μου περιβάλλον στην Πάτρα, οι πρώτοι φίλοι μου -κάποιοι από αυτούς διαχρονικοί-, οι φίλοι μου στο πανεπιστήμιο, όλες οι γυναίκες που αγάπησα, στις οποίες οφείλω πολλά, οι συνεργάτες μου -ποιητές, στιχουργοί, μουσικοί, τραγουδιστές, τεχνικοί- σ αυτή την απαράμιλλη περιπέτεια της Μουσικής που εξακολουθεί να μου προκαλεί ρίγος, ο αείμνηστος Δάσκαλος Γιάννης Ρίτσος, ο αείμνηστος αδελφός μου Ανρί Ρονς, για να φτάσω στη σημερινή εποχή και να υποκλιθώ στους χιλιάδες νέους που συναντώ στις συναυλίες μου. Αντλώ από αυτούς το πάθος μου και είναι αυτό που με κινητοποιεί στη βάρβαρη εποχή μας. Και με συγκινούν όσοι περπάτησαν μαζί μου όλον αυτόν τον καιρό και γνωρίζουν τη μουσική μου μερικές φορές καλύτερα κι από μένα τον ίδιο, όπως ο Γιώργος και ο Τάκης Μπούτος, ο Νίκος Πατεράκης και τόσοι άλλοι. Και από όσους και όσες τραγούδησαν τα τραγούδια μου, μου λείπεις, Μαρία Δημητριάδη, με τη φωνή-βέλος που σκίζει τον Χρόνο…
Γεννήθηκα στις 13 Απριλίου 1947 στην Πάτρα, σε ένα νεοκλασικό, Αράτου 33 και Κορίνθου. Παλιά, αστική οικογένεια, που ήρθε στην Πάτρα από τους Δελφούς στις αρχές του 19ου αιώνα. Ένας πρόγονός μου που λεγόταν Γιάννης Μικρούτσικος –γνωστός και ως Γοργόγιαννος– είχε ένα καΐκι και έκανε εμπόριο, Πάτρα – Γαλαξίδι – Ιτέα. Γύρω στο 1830 εγκαθίσταται στην Πάτρα. Έκανε τρία παιδιά, ένας ήταν ο Αριστείδης. Αυτή είναι η πρώτη γενιά των Μικρούτσικων στην Πάτρα. Ο Αριστείδης έκανε γιους και κόρες, ένα από τα παιδιά του ήταν ο παππούς μου ο Στέργιος. Ο παππούς πέθανε όταν η γιαγιά μου ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος στον πατέρα μου, γι’ αυτό και ο πατέρας μου πήρε το ίδιο όνομα, Στέργιος. Στα χρόνια τους έφτιαξαν ένα εργαστήριο, που αργότερα εξελίχτηκε σε εργοστάσιο ζυμαρικών. Το εργοστάσιο χρεοκόπησε το 1937.
Ήταν μία αστική, συντηρητική οικογένεια. Ήταν σκάνδαλο που ο πατέρας μου, ως φοιτητής μαθηματικών την περίοδο 1932-36, επέστρεψε στην Πάτρα ως κομμουνιστής.
Ήταν ένας από τους λίγους δακτυλοδεικτούμενους κομμουνιστές στην Πάτρα εκείνη την εποχή, ένας δικός τους που αλλαξοπίστησε. Γιατί, ναι μεν η Πάτρα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα είχε ένα σημαντικό κίνημα αναρχικών εννοώ θεωρητικών του αναρχισμού, οπαδών του Προυντόν, αλλά μην ξεχνάμε πως ήταν μια πόλη που έβγαζε πρωθυπουργούς. Ο πατέρας μου επέστρεψε έναν χρόνο πριν χρεοκοπήσει το εργοστάσιο. Όλη η οικογένεια έμενε σε μία σειρά νεοκλασικών μάλιστα, όταν πρωτολειτούργησαν οι αστικές συγκοινωνίες, υπήρχε Στάση Μικρούτσικου. Το σπίτι ήταν μεγάλο, ψηλοτάβανο, με ζωγραφιές και μαιάνδρους στο ταβάνι (έγραψε ο Καρυωτάκης: «μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε») και παρατηρώντας καθημερινά αυτά τα σχήματα μου έγιναν οικεία. Ο πατέρας μου, λίγο πριν γεννηθώ, ήταν καθηγητής μαθηματικών στο Αγρίνιο. Τον έδιωξαν από το σχολείο, λόγω πολιτικών φρονημάτων, και έκανε φροντιστήρια.
Video
ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ ΠΩΣ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΑ ελάχιστα για τη μητέρα μου. Προσπαθώντας τόσα χρόνια να καταλάβω το πώς στήθηκε αυτή η οικογένεια, βρήκα πως η οικογένεια του πατέρα μου ήταν εκείνη που είχε μία μεγάλη ‘κινητικότητα» στο βάθος του παρελθόντος χρόνου. Εκείνο που δεν έχω ανακαλύψει ακόμη είναι το όνομα της οικογένειας, πριν πάρουμε το όνομα «Μικρούτσικος». Το όνομα αυτό θα πρέπει να το πήρε ο πρώτος που εγκαταστάθηκε στην Πάτρα.
Η μητέρα μου πριν τον γάμο λεγόταν Κωνσταντίνα Τσούκα. Ο πατέρας της δούλευε στους Σιδηροδρόμους, γεννημένος στην Καλαμάτα. Τον έχασε πολύ μικρή -οκτώ χρονών- σε δυστύχημα, και αυτό ήταν ένα πολύ ισχυρό χτύπημα για την οικογένειά της.
Η μητέρα της, η Κατίνα, προέρχεται από την οικογένεια Λυγερού. Η οικογένεια «πατάει» στην ιταλική παροικία της Πάτρας. Η μητέρα μου προερχόταν από βαθιά αριστερή οικογένεια. Γνωρίστηκε με τον πατέρα μου σε κάποιον από τους χορούς που διοργάνωναν μετά την Απελευθέρωση το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ. Παντρεύτηκαν το 1946. Η μητέρα μου δεκαοκτώ χρονών και ο πατέρας μου τριάντα δύο. Η μητέρα μου ήταν λίγο «αντράκι». Αρκετά αθυρόστομη, έπαιζε πόκα με τους άντρες. Πολύ αγαπημένο ζευγάρι μέχρι το τέλος. Και πάντα ανάμεσα σε φίλους. Είχαμε ένα πολύ ανοιχτό σε κάποιον από τους χορούς που διοργάνωναν μετά την Απελευθέρωση το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ. Παντρεύτηκαν το 1946.
Η μητέρα μου ήταν δεκαοκτώ χρονών και ο πατέρας μου τριάντα δύο. Η μητέρα μου ήταν λίγο «αντράκι». Αρκετά αθυρόστομη, έπαιζε πόκα με τους άντρες. Πολύ αγαπημένο ζευγάρι μέχρι το τέλος. Και πάντα ανάμεσα σε φίλους. Είχαμε ένα πολύ ανοιχτό σπίτι. Δεν υπήρχε μέρα που να μην καθόμαστε στο τραπέζι δεκαπέντε άτομα.
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε με φίλους σχεδόν κάθε πρωί για μπάνιο στα Μποζαΐτικα και στήναμε πάρτι στο κέντρο όπως «Το τζάκι». Έπαιζα πιάνο και τραγουδούσαν όλοι. Αυτές οι «ιστορικές συναυλίες» ήταν κατά κάποιον τρόπο η συνέχεια των περίφημων πάρτι της οικογένειας Μικρούτσικου. Ακόμη και σήμερα πολλοί Πατρινοί τις θυμούνται με νοσταλγία. Η πρώτη εμφάνισή μου στη σκηνή έγινε στη διάρκεια του Καρναβαλιού το 1951, όταν έπαιξα μαράκες στην ορχήστρα του περίφημου Πατρινού τρομπετίστα Παπαγιαννάκη, ο οποίος ήταν θείος του εξαδέρφου μου, Αλύπιου…
Ο άλλος θείος μου, ο Αριστείδης που δεν τον γνώρισα ποτέ, ήταν ένας σημαντικός διανοούμενος της εποχής του, προσωπικός φίλος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Πέθανε το 1939 στο Νταβός της Ελβετίας από φυματίωση. Ήταν παντρεμένος με την Ηλέκτρα Παπαμικροπούλου, η οποία ήταν μία ιδιαιτέρως καλλιεργημένη γυναίκα και πολύ καλή πιανίστα. (Η αδερφή της, η Αντιγόνη Παπαμικροπούλου, είναι η πρώτη σημαντική νεοελληνίδα συνθέτις έχω αρκετές παρτιτούρες των συνθέσεών της στο αρχείο μου). Όταν πέθανε ο θείος μου, τα τρία πιάνα της οικογένειας σκεπάστηκαν με μαύρα κρέπια και έμειναν σιωπηλά για δώδεκα ολόκληρα χρόνια: η θεία μου αρνιόταν να ξαναπαίξει πιάνο. Κάποια μέρα, ανεβαίνοντας τα εβδομήντα σκαλιά του σπιτιού της για να της δώσω κάτι που της έστελνε η γιαγιά μου, μου ζήτησε να περάσω μέσα να μου δείξει κάτι. Με παίρνει από το χέρι και με πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο. Με μία της κίνηση τραβάει το μαύρο ύφασμα και αποκαλύπτει το πιάνο. Επάνω του μία παρτιτούρα του Σούμπερτ [Schubert]. Αρχίζει να παίζει. Μόλις τελειώνει, βλέποντάς με μαγεμένο και αποσβολωμένο, παίρνει τα χέρια μου και, λέγοντάς μου «Τώρα θα παίξουμε μαζί», βάζει τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα. Ε, λοιπόν το αίσθημα εκείνης της ηλεκτρικής εκκένωσης το νιώθω έντονα ακόμα και τώρα. Δεν λέει να με αφήσει πενήντα έξι χρόνια!
Έζησα την ακμή του Καρναβαλιού και ευτυχώς δεν έζησα την παρακμή του, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του ’60.
Διαρκούσε περίπου δύο μήνες. Μία πόλη με εκατό χιλιάδες κατοίκους, τους διπλασίαζε την τελευταία εβδομάδα του Καρναβαλιού. Ήταν ένα καρναβάλι καθαρά ιταλικό, με βεγγέρες τύπου 19ου αιώνα. Στα Μπουρμπούλια, με τα ντόμινο, χαλάρωναν πολύ τα ήθη και όλη η πόλη ζούσε σε κάθε άκρη της μία ωραία τρέλα. Συμμετείχα όσο μπορούσα σε όλη αυτήν τη γιορτή, όμως πίσω από αυτό αισθανόμουν μία αδιόρατη θλίψη. Δεν μπορώ να την εξηγήσω εκείνην τη θλίψη, αλλά ήταν έντονη. Το «φαίνεσθαι» του Καρναβαλιού ήταν η χαρά και ήταν πηγαία, αλλά πίσω από τη βιτρίνα υπήρχε θλίψη.
Όσο και να σου φανεί περίεργο, η καλύτερη μουσική που έχω ακούσει για το καρναβάλι είναι η sequenza για τρομπόνι του Λουτσιάνο Μπέριο [Luciano Berio], αφιερωμένη στον αγαπημένο του κλόουν του τσίρκου του Μιλάνου.
Θυμάμαι έντονα και τον περίφημο σοκολατοπόλεμο. Στις μεγάλες παρελάσεις, έρχονταν φορτηγά γεμάτα με χιλιάδες σοκολάτες, που τις πετούσαν στο πλήθος, στα μπαλκόνια, στον δρόμο, παντού. Ερχόταν ο πατέρας μας σπίτι με ένα τσουβάλι γεμάτο σοκολάτες,τις πετούσε στον διάδρομο του σπιτιού μας κι εγώ με τον Αντρέα και τη γιαγιά μας διαγωνιζόμασταν ποιος θα μαζέψει τις περισσότερες. Υπήρχε ένας πολύ μεγάλος διάδρομος στο σπίτι, περίπου δέκα επί τρία μέτρα, καλούσαμε φίλους και παίζαμε μπάλα μέσα στο σπίτι. Είχα επινοήσει κι ένα ποδοσφαιράκι.
Είχα μαζέψει περίπου εκατόν είκοσι μολύβια, διαφόρων χρωμάτων, τα είχα χωρίσει ανά δεκάδες ανάλογα με το χρώμα και είχα φτιάξει δώδεκα ποδοσφαιρικές ομάδες. Διοργανώναμε με τον Αντρέα κι έναν ξάδερφό μου πρωτάθλημα, το οποίο πάντα το κέρδιζε ο Παναθηναϊκός. Είχα αποκτήσει ιδιαίτερη επιδεξιότητα στη χρήση των μολυβιών και στις κινήσεις που απαιτούνταν για να παιχτεί το παιχνίδι. Αυτό κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια…
Τα μεγάλα ποδοσφαιρικά ντέρμπι της Πάτρας ήταν τα παιχνίδια ανάμεσα στην «αστική» Παναχαϊκή και στον «αριστερό» Ολυμπιακό Πατρών, των προσφυγικών.
Βέβαια δεν υπήρχε φανατισμός ή επαγγελματισμός, και οι παίχτες ήταν φίλοι μεταξύ τους. Θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε διηγηθεί ο πατέρας μου: Τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Πατρών, προπολεμικά, ήταν ο Αντώνης Πούλος. Σε κάποιο παιχνίδι με την Παναχαΐκή σε ένα λασπωμένο λόγω βροχής γήπεδο, ένας επιθετικός της Παναχαϊκής πιάνει μία βολίδα από τα τρία μέτρα, ο Πούλος αποκρούει αλλά, από τη δύναμη του σουτ, του γυρνάνε τα χέρια και πέφτει στο έδαφος σφαδάζοντας, ενώ η μπάλα έχει κολλήσει στη λάσπη πάνω στη γραμμή του τέρματος. Ο επιθετικός της Παναχαϊκής –δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του–, αντί να τη σπρώξει στα δίχτυα, έτρεξε πάνω από τον Πούλο και ταραγμένος τον ρώτησε: «Αντώνη μου, χτύπησες;». Αυτό το γκολ δεν μπήκε ποτέ…
Οι δύο καλύτεροι μου φίλοι, τα τελευταία χρόνια στην Πάτρα, ήταν ο Θόδωρος Παπαθεοδώρου -σήμερα καθηγητής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας- και ο Βασίλης Φιλιππάτος -σήμερα μορφωτικός ακόλουθος της Ελλάδας στην Αίγυπτο.
Αυτοί μάς πήγαν τραγουδώντας μέχρι τον σταθμό για να πάρουμε το τρένο για την Αθήνα. Τραγούδια και κλάματα.
Φτάσαμε στην Αθήνα στις δυόμισι το πρωί. Μας περίμενε στον σταθμό Πελοποννήσου ο αγαπημένος οικογενειακός φίλος Γιώργος Μπαζός. Ανεβήκαμε σε μία άμαξα με δύο άλογα και φτάσαμε στην οδό Κεφαλληνίας 20 στην Κυψέλη, στο νέο μας σπίτι. Θυμάμαι έντονα εκείνην τη νύχτα…
Ήρθα στην Αθήνα καλά «οπλισμένος». Ένα πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητας και του χαρακτήρα μου είχε ήδη διαμορφωθεί. Σε κείνα τα χρόνια της Πάτρας μπορεί κάποιος να βρει τα σπέρματα από οτιδήποτε αναπτύχθηκε στη ζωή μου μέχρι τώρα.
Η Πάτρα ήταν μία πόλη στον απόηχο της εξαιρετικής κουλτούρας της, που είχε πια χαθεί ανεπιστρεπτί. Η επιτυχία του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας, δεκαετίες αργότερα, δεν θα μπορούσε να έχει μεγάλη διάρκεια. Ήταν η κραυγή μιας πόλης που έχει ήδη ξεψυχήσει, προσπαθεί κάποιος να τη συνεφέρει, πάει να τα καταφέρει και στο τέλος παραιτείται…
Το 1965 γράφω το πρώτο μου τραγούδι, πάνω σε στίχους του Ανδρέα Παγουλάτου, με τίτλο «Μια τραγιάσκα κι ένα τσιγάρο». Έχω γράψει πάνω από σαράντα τραγούδια σε στίχους του Ανδρέα. Τραγούδια όπου και οι δύο μιμούμασταν τον τρόπο του Μίκη και του Ρίτσου.
Ένα βράδυ, στις αρχές του 1967, πήγαμε με την παρέα μου στην μπουάτ που μαζεύονταν οι φοιτητές, την «Παράγκα» στην Πλάκα, όπου εμφανίζονταν ο Σαββόπουλος και η Καίτη Χωματά συνοδεία πιάνου. Στο τέλος του προγράμματος, είχαμε μείνει τρεις τέσσερις παρέες στο μαγαζί και, μετά από παρακίνηση των φίλων μου, ανεβαίνω και παίζω κάτι στο πιάνο. Όταν κατέβηκα, με πλησίασε ένα γκαρσόνι και μου είπε πως θέλει να μου μιλήσει ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Παραξενεύτηκα, αλλά τον ακολούθησα σε ένα γραφείο, όπου με περίμεναν ο ιδιοκτήτης -ο ηθοποιός Βασίλης Μαυρομάτης- και ο Γιάννης Σπανός, τον οποίο δεν θυμάμαι αν τον γνώριζα τότε. Μου πρότειναν να πιάσω δουλειά από Δευτέρα, συνοδεύοντας τη Χωματά, προσφέροντάς μου ένα πολύ μεγάλο μεροκάματο για τότε, εκατόν πενήντα δραχμές την ημέρα…
Στα τέλη του 1969 ηχογραφώ τον πρώτο μου δίσκο 45 στροφών, με δύο ποιήματα του Καρυωτάκη, τη «Μυγδαλιά» και το «Ένα σπιτάκι», με ερμηνεύτρια τη Βάσω Μεσηνέζη…
Όταν πήγα στη MINOS να μιλήσουμε για τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο -γιατί με βάση το συμβόλαιο έπρεπε να κάνω τρεις δίσκους-, έδωσα στον Μάτσα και στον Θεοφίλου -ο οποίος είχε επιστρέψει στη MINOS- τραγούδια μου σε ποίηση Βάρναλη, Ρίτσου, Μπρεχτ, Σινόπουλου κ.ά. Ήταν τραγούδια που, ακόμη κι αν δεν είχαν την ολοκληρωμένη άποψη των τραγουδιών μου πάνω στον Χικμέτ και στον Μπιρμαν, περιείχαν στοιχεία που προανήγγελναν τον μουσικό μου τρόπο, όπως αυτός αναπτύχθηκε στο μέλλον. Ο Αχιλλέας και ο Μάκης τα απέρριψαν, με βασικό επιχείρημα ότι δε περνάνε από τη λογοκρισία, λόγω Χούντας. Αν και το επιχείρημα είχε βάση, θεωρώ πως κάτι άλλο κρυβόταν στην παραίνεση του Αχιλλέα: «Γράψε, ρε, όπως γράφει ο Λοΐζος… Και μετά τα κάνεις αυτά. Γράψε λίγο πιο εμπορικά». Τσακωθήκαμε γιατί είχα απόλυτη συνείδηση, από τότε, ότι δεν πρέπει να υποχωρήσω καθόλου.
Καθόμασταν στα τραπεζάκια του καφενείου στο Μουσείο, σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και φωνάξαμε «Κάτω η Χούντα». Μέχρι την Πρωτομαγιά, μας είχαν ‘μαζέψει’ σχεδόν όλους στα καινούρια κτίρια της Ασφάλειας στη Μεσογείων. Μας έβαλαν, τον καθένα μόνο του, σε μικρά κελιά χωρίς φως, στην απομόνωση. Επί τέσσερις μέρες δεν είχε έρθει κανένας να με πάρει για ανάκριση. Την τέταρτη μέρα, την ώρα που ζήτησα άδεια να πάω στην τουαλέτα, κατά σύμπτωση λίγο πριν είχε ζητήσει άδεια και ο αδερφός μου. Τον συνάντησα, λοιπόν, στην τουαλέτα και είδα ένα πρόσωπο που τρόμαξα να το γνωρίσω από την παραμόρφωση λόγω των βασανιστηρίων. Ο Αντρέας μού είπε «Θάνο, δεν είπα τίποτα για σένα».
Μετά την μεταπολίτευση (…) τα «Πολιτικά τραγούδια» διαφοροποιήθηκαν αμέσως από τον κυρίαρχο ήχο. Οι δύο ποιητές που έμελλε να μελοποιήσω ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ και ο Βολφ Μπίρμαν. Με τον Χικμέτ είχα από το 1970 ανοιχτούς λογαριασμούς. Ήταν ένας ποιητής με λυρικά ξεσπάσματα, όχι «ξερά» πολιτικός, ο δε Μπίρμαν είχε μία «μοντέρνα επιθετικότητα» και μια νεανική ορμή, στις οποίες συνέβαλε και η πολύ δημιουργική μετάφραση του Δημοσθένη Κούρτοβικ.
Η σχέση μου με τον Ρίτσο ήταν εξαιρετική από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας έως το τέλος. Τον θεωρώ μαζί με τον Καβάφη τους δύο σημαντικότερους Έλληνες ποιητές τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Το κριτήριό μου για να κατατάξω κάποιους στους μεγάλους ποιητές είναι η ικανότητά του να δημιουργεί με πρωτότυπο τρόπο έναν οικουμενικό κόσμο.
Εκείνη την ώρα το τραγούδι που ακουγόταν ήταν η «Γυναίκα»: Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία… Ο νεαρός σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει, μετατρέποντας τον ρυθμό του τραγουδιού σε ένα εκπληκτικό slow motion ζεϊμπέκικο. Το δωμάτιο μίκραινε κι αυτός μεγάλωνε ώσπου χάθηκε…
Τον Μάνο Ελευθερίου δεν θυμάμαι πότε ακριβώς και πώς τον γνώρισα. Θυμάμαι πως το 1975 -φθινόπωρο- παίζαμε στην ‘Αρχόντισσα’ το τραγούδι για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Μου έφερνε σπίτι ποιήματα από ποιητικές συλλογές του, αλλά και στίχους επί τούτου γραμμένους, για τραγούδια. Από αυτό το «μεικτό» υλικό προέκυψαν τα Τροπάρια για φονιάδες, ένας δίσκος που κυκλοφόρησε το 1977 με ερμηνευτές τη Μαρία Δημητριάδη και τον Γιώργο Μεράντζα…
Η μελοποιημένη ποίηση αξίζει στο ελληνικό τραγούδι, όχι γιατί «κατεβάζει» την υψηλή ποίηση στον λαό, όπως υποστήριξαν πολλοί -δεν θεωρώ ότι δικαιώνει αυτή η πρόθεση από μόνη της-, αλλά γιατί έχει την ικανότητα να φωτίζει κρυμμένα επίπεδα του ποιήματος. Όσο σπουδαιότερο είναι ένα ποίημα, τόσο περισσότερες διαστάσεις έχει, ποτέ ένα σπουδαίο ποίημα δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται στην πρώτη ανάγνωση…
Για μένα ο Καββαδίας δεν είναι ο ποιητής της θάλασσας και των ναυτικών -αυτά τα χρησιμοποίησε σχεδόν προσχηματικά-, αλλά ένας ποιητής που μίλησε για την ελευθερία, για την αξία της ανατροπής, για τη δύναμη της ζωής χωρίς συμβάσεις…
Η Ιχνογραφία κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1983, αλλά την έγραψα το 1979, την ημέρα που γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, η Σεσίλ. Γεννήθηκε στις τρεις τα ξημερώματα, γύρισα σπίτι στις δέκα το πρωί και, μέχρι το μεσημέρι που ξαναπήγα στο μαιευτήριο «Μητέρα», είχα τελειώσει τη μελοποίηση αυτού του σπουδαίου ποιήματος. Είναι από τις σπάνιες φορές που λειτούργησα με αυτό τον τρόπο…
Όταν στη δεκαετία του ’70 με ρωτούσαν γιατί γράφω μουσική, απαντούσα πως ήθελα να συμβάλλω στην όξυνση της κριτικής σκέψης των ανθρώπων, ώστε να είναι ικανοί να αλλάξουν τον κόσμο. Η Μπρεχτική άποψη για την τέχνη. Το ίδιο πιστεύω ακόμη, αλλά στη δεκαετία του ’80 συμπλήρωνα πως ήθελα να κάνω βουτιά στο βάθος των πραγμάτων και της ψυχής μου. Μετά το 1990 απαντούσα πως δίνω αγώνα πυγμαχίας σε ένα ρινγκ με αντίπαλο τον Χρόνο, σε έναν αγώνα σικέ -αφού γνωρίζουμε ποιος θα νικήσει στο τέλος-, με στόχο να τον κερδίζω στο τέλος κάθε γύρου στα σημεία…
TO 1989 ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ πως κάτι δεν θα πάει καλά με το μέλλον του Φεστιβάλ Πάτρας. Θυμίζω πως ήταν η χρονιά της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού, αργότερα της Οικουμενικής Κυβέρνησης και, στο τέλος, της νίκης της Νέας Δημοκρατίας. Επί Οικουμενικής, επισκεφτήκαμε με τον Γιώργο Παπανδρέου τον Τζαννετάκη, ο οποίος ήταν υπουργός Πολιτισμού και ταυτόχρονα υπουργός Εθνικής Άμυνας, με αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Κάρολο Παπούλια. Ο Τζαννετάκης ζήτησε να γίνει το ραντεβού στο Υπουργείο Άμυνας. Ήταν παρών και ο Παπούλιας. Τους εξήγησα πως, λόγω της κυβέρνησης συνεργασίας, είχε καθυστερήσει σημαντικά η χρηματοδότηση του επόμενου Φεστιβάλ. Ο Τζαννετάκης με ρώτησε για το ύψος του ποσού που χρειαζόμασταν, του εξήγησα πως τα προηγούμενα χρόνια ήταν της τάξεως των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων δραχμών, από τα οποία γύρω στα εκατόν είκοσι έδινε το Υπουργείο. Τελικά, λίγες μέρες μετά, μας έστειλε τρία εκατομμύρια! Ήταν σκέτη κοροϊδία. Τηλεφώνησα στον Μίκη Θεοδωράκη που ήταν υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, αλλά δεν βοήθησε. Επειδή όλοι οι Πατρινοί στήριζαν με πάθος το φεστιβάλ, ακόμη κι οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας προσφέρθηκαν να βοηθήσουν, αλλά εις μάτην. Θεωρώ πως ήταν μία καθαρά πολιτική απόφαση. Κατόπιν συμφωνίας μου με τον Καράβολα -τότε δήμαρχο της Πάτρας-, έγραψα επιστολή παραίτησης. Εντός σαράντα οχτώ ωρών συγκεντρώθηκαν εξακόσιες υπογραφές συμπαράστασης Πατρινών παραγόντων, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στη Νέα Δημοκρατία.
Θεωρώ βεβαίως πως, παρά την άρνηση της κυβέρνησης να μας χρηματοδοτήσει, το φεστιβάλ θα μπορούσε να σωθεί από τον Δήμο Πατρέων, με αναδιανομή των χρημάτων που ο Δήμος τότε διέθετε για τον πολιτισμό. Όμως, ούτε αυτό έγινε. Η τοπική αυτοδιοίκηση έχασε τότε το πρώτο μεγάλο στοίχημα για την ανάπτυξη της πόλης. Και από τότε, τηρώντας την… παράδοση, χάνει το ένα μετά το άλλο.
Το Φεστιβάλ συνεχίστηκε βέβαια τα επόμενα χρόνια, με άλλους διευθυντές, όμως ήταν σίγουρα ένας διαφορετικός θεσμός που έφθινε χρόνο με τον χρόνο…
Ξεχωριστή «θέση» στη ζωή του Θάνου Μικρούτσικου έχουν οι συνεργασίες του με Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Θυμάται με ιδιαίτερη αγάπη την αδελφική σχέση που ανέπτυξε με τον αείμνηστο Βέλγο σκηνοθέτη Ανρί Ρονς. «Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που πέρασε από το χώρο της διανόησης, που συνεργάστηκα σε 15 θεατρικές παραγωγές. Πρέπει να ήταν τα καλύτερα μου χρόνια. Μια καθοριστική συνεργασία», επισημαίνει μεταξύ άλλων.
Ενώ ξεχωρίζει και την περίπτωση της αείμνηστης Μαρίας Δημητριάδη. «Θεωρώ ότι η Μαρία Δημητριάδη, και το λέω μετά λόγου γνώσης αυτή τη στιγμή, ήταν η σημαντικότερη τραγουδίστρια στον χώρο του έντεχνου νεοελληνικού τραγουδιού, με την έννοια ότι υπάρχουν σπουδαίες τραγουδίστριες όπως η Φαραντούρη, η Αλεξίου, η Φλέρυ Νταντωνάκη. Αλλά αυτή εκεί η περίπτωση, ήταν η μοναδική τραγουδίστρια που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «τραγουδίστρια της δραματικής συγκυρίας». Αυτό που θα το έλεγα κι αλλιώς «total singing». Ήταν ταυτόχρονα στο ίδιο τραγούδι, επική και λυρική, άρα δραματική, που σαν όρο το λέμε μόνο για μεγάλες τραγουδίστριες της όπερας. Και πέραν από αυτό, της οφείλω ένα μεγάλο μερίδιο απ’ τον τρόπο μου, τον μουσικό. Μεγαλώσαμε μαζί, βρεθήκαμε το ‘72 για πρώτη φορά, και ενώ αυτή ήταν μεγάλη τραγουδίστρια (είχε τραγουδήσει ήδη σε δύο δίσκους του Μαρκόπουλου και ένα τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη), αλλά κι αυτή μεγάλωσε με τα τραγούδια μου. Αλλά μαζί βρήκαμε τον τρόπο, ‘πώς να δαγκώνουμε’ τις συλλαβές, κάτι που ξαναεμφανίστηκε σε μένα με την (Ιταλίδα τραγουδίστρια) Μίλβα.»
Στο μουσικό «σύμπαν» του Θάνου Μικρούτσικου όμως θέση έχουν «κερδίσει» και άλλοι καλλιτέχνες, με τους οποίους συνεργάστηκε κατ’ επανάληψη, όπως οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχα, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Δημήτρης Μητροπάνος και ο «σπουδαίος Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο οποίος επί της ουσίας είναι μια παγκόσμια φωνή, που αν δεν ήταν η γλώσσα ελληνική, θα είχε γίνει ένας σταρ ροκάς, σε επίπεδο τουλάχιστον πανευρωπαϊκό», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ποτέ δεν κρύφτηκα. Μηνύματα έρχονται από πολλούς φίλους που ρωτάνε για την κατάσταση της υγείας μου. Ενάμιση μήνα τώρα βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο του νοσοκομείου παλεύοντας μ’ ένα ανόητο πυρετό που επιμένει. Σας γράφω σήμερα γιατί αισθάνομαι πιο δυνατός κι είμαι σίγουρος ότι θα σας συναντήσω σύντομα. «Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος. Το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι» που λέει και ο αγαπημένος μου Χικμέτ…
Αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο χρειάστηκε πολλές φορές να κάνω μετάγγιση αίματος. Το ίδιο και οι άνθρωποι στους διπλανούς θαλάμους. Σκεφτόμουνα αντί για δώρο φέτος να δώσετε αίμα. Για τον Θ.Μ. Για κάποιον που το έχει ανάγκη. Αυτές τις γιορτές σκεφτείτε τους άλλους και γίνετε αιμοδότες…
Video