Στον κόσμο των startups είναι μια πάγια πρακτική. Πετυχημένες εταιρείες εξαγοράζονται, οι ιδρυτές τους παραμένουν σε αυτές για ένα προσυμφωνημένο διάστημα ώστε να εγκατασταθεί η νέα διοίκηση και στη συνέχεια αποχωρούν, συνήθως για άλλες επιχειρηματικές περιπέτειες. Με αυτό το σκεπτικό έσπευσαν πολλοί να εξηγήσουν αρχικά την αποχώρηση του Νίκου Δρανδάκη από την Beat, που ανακοινώθηκε την προηγούμενη Δευτέρα. Όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι ακριβώς.
Όπως εξηγεί στο Capital.gr πηγή που γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις, «ήταν επιλογή του Νίκου να παραμείνει στην εταιρεία μετά την πώλησή της στη MyTaxi (σ.σ. τότε θυγατρική του ομίλου της Daimler, σήμερα μέρος της πλατφόρμας Free Now των Daimler – ΒΜW). Επιλογή του ήταν και να αποχωρήσει». Ο ίδιος πάντως, έχει επιλέξει να μην τοποθετηθεί δημοσίως για το θέμα, τουλάχιστον όχι ακόμη. Η φήμη, ωστόσο, της αποχώρησης του κ. Δρανδάκη από την εταιρεία, που άρχισε να κυκλοφορεί το μεσημέρι της Δευτέρας και επιβεβαιώθηκε λίγες ώρες αργότερα με την επίσημη ανακοίνωση, προκάλεσε έκπληξη, καθώς δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν κάποια πληροφορία ή υπόνοια ότι προετοιμαζόταν διαζύγιο μεταξύ της Beat και του CEO της.
Ο κ. Δρανδάκης είχε απαλλαγεί από την ευθύνη της καθημερινής λειτουργίας της εταιρείας στη χώρα μας από τον Νοέμβριο του 2018, όταν ανέλαβε καθήκοντα γενικού διευθυντή της Beat για την Ελλάδα ο Βασίλης Ντάνιας. Είχε όμως την ευθύνη για την ανάπτυξη στην αγορά της Λατινικής Αμερικής. Η επέκταση της Beat ήταν ραγδαία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σύμφωνα με ανακοίνωση του περασμένου Νοεμβρίου, η εταιρεία λειτουργούσε σε 22 πόλεις στη Λατινική Αμερική και είχε την πρώτη θέση στην αγορά του Περού και τη δεύτερη θέση στην Κολομβία και τη Χιλή, ενώ ήταν ο τρίτος παίκτης στο Μεξικό.
Η επόμενη μέρα
Η αποχώρηση του κ. Δρανδάκη πραγματοποιείται σε μια περίοδο που η εταιρεία αντιμετωπίζει σημαντική υποχώρηση του τζίρου της, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Μάλιστα, τον περασμένο Απρίλιο είχε προχωρήσει σε δραστικές κινήσεις περικοπής κόστους, όπως εκ περιτροπής εργασία, μειώσεις μισθών, αλλά και πάνω από 15 απολύσεις, καθώς με το που άρχισαν να εφαρμόζονται μέτρα lockdown, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, τα έσοδα της Beat σχεδόν μηδενίστηκαν, αφού η μείωση της ζήτησης άγγιξε έως και το 80%.
Παράλληλα, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται και η μάχη της εταιρείας για να αλλάξει το καθεστώς υπό το οποίο λειτουργεί στη χώρα μας. Τον Ιούνιο η εταιρεία προσέφυγε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού για τη διάταξη του νόμου 4530/2018 (νόμος Σπίρτζη) που απαγορεύει στις εταιρείες διαμεσολάβησης υπηρεσιών μετακινήσεων (δηλαδή μόνο την Beat μετά την αποχώρηση της Uber) να προβαίνουν σε προωθητικές ενέργειες και μειώσεις τιμών στους επιβάτες, εξομοιώνοντάς τες με εταιρείες μεταφορών.
Πάντως, πηγές με γνώση του σχεδιασμού της Beat αναφέρουν πως δεν σχεδιάζονται άλλες αλλαγές στην εταιρεία το επόμενο διάστημα, ενώ παράγοντες της αγοράς αναμένουν την επόμενη κίνηση του πολυπράγμονα κ. Δρανδάκη, ο οποίος, όπως λένε, δεν σκοπεύει να κάτσει ήσυχος. Προσωρινός CEO ορίστηκε ο Paul Onnen, ο οποίος ανέλαβε διευθυντής Τεχνολογίας στην Beat μόλις τον Ιούνιο. Ο κ. Onnen διαθέτει πάνω από 30 χρόνια εμπειρίας ως στέλεχος τεχνολογίας, έχοντας θητεύσει μεταξύ άλλων στην Google, την Amazon και την Expedia.
Από μια βόλτα στην Κηφισιά, στην εξαγορά των 43 εκατ. ευρώ
Η Beat, που ξεκίνησε ως Taxibeat, θωρείται ως η εταιρεία που έφερε στο προσκήνιο το οικοσύστημα των startups στη χώρα μας και όλα ξεκίνησαν το 2010, από μια βόλτα στην Κηφισιά. Γυρνώντας από μια έξοδο, ο ιδρυτής της εταιρείας, Νίκος Δρανδάκης, δεν μπορούσε να βρει ταξί, και έτσι γεννήθηκε η ιδέα για μια εφαρμογή. Ακολούθησε η αναζήτηση χρηματοδότησης, που βρέθηκε από το Openfund. Σε ένα μικρό γραφείο στην οδό Ομήρου, οι μόλις δύο προγραμματιστές που αριθμούσε η νεοσύστατη εταιρεία ανέπτυσσαν την εφαρμογή, ενώ ο Δρανδάκης κυκλοφορούσε στις πιάτσες ταξί, προσπαθώντας να «στρατολογήσει» οδηγούς.
Η ανταπόκριση του κοινού στη λύση του Taxibeat ήταν μεγάλη, με χιλιάδες λήψεις μέσα σε λίγες ώρες από την κυκλοφορία της εφαρμογής, ενώ οι οδηγοί που συνεργάζονταν με την εταιρεία δεν ξεπερνούσαν τους 100. Ωστόσο, όταν άρχισε να γίνεται γνωστό πως σε εποχή κρίσης, που οι Αθηναίοι είχαν κόψει τις μετακινήσεις με ταξί, υπήρχε μια εφαρμογή που έφερνε περισσότερες κούρσες, οι οδηγοί σύντομα αυξήθηκαν. Μετά τη μεγάλη απεργία των ταξί το 2011, που, σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του κ. Δρανδάκη, κόντεψε να βάλει λουκέτο στην εταιρεία, η υπηρεσία συνέχισε να επεκτείνεται και έναν χρόνο μετά αποφάσισε να κάνει το μεγάλο άλμα ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, σε τέσσερις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Τον Φεβρουάριο του 2017 η εταιρεία περνάει πλέον σε άλλη εποχή. Ολοκληρώνεται η εξαγορά της από τον γερμανικό όμιλο Daimler, μέσω της θυγατρικής MyΤaxi, έναντι 43 εκατομμυρίων ευρώ. Το Taxibeat αλλάζει όνομα σε Beat και γίνεται μέλος της πλατφόρμας Free Now, που δημιούργησαν από κοινού η Daimler και η BMW. Λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησε μια κόντρα με τους εκπροσώπους των ιδιοκτητών ταξί, και ειδικά με τον Θύμιο Λυμπερόπουλο, ενώ παράλληλα το υπουργείο Υποδομών περνάει τον νόμο 4530/2018, που βάζει σημαντικούς περιορισμούς στη λειτουργία της εταιρείας. Η Beat στράφηκε κατά του κ. Λυμπερόπουλου, ασκώντας αγωγή εναντίον του για συκοφαντική δυσφήμιση, και κέρδισε τη μάχη στα δικαστήρια. Τώρα αναζητά τρόπους για να ακυρωθεί και ο νόμος Σπίρτζη. Πλέον η Beat, από τα νέα της γραφεία στο κτίριο Orbit αλλά και το τεχνολογικό hub που άνοιξε πέρσι στο Άμστερνταμ, ετοιμάζεται για τη μετά Δρανδάκη εποχή.
ΠΗΓΗ CAPITAL GR