Το «βαθύ λαρύγγι», όπως είπε στο Ανθρωποκτονιών, αποφάσισε να μιλήσει γιατί ένιωθε τύψεις και φόβο ενώ δεν έχει διευκρινιστεί αν ο συγκεκριμένος θα ενταχθεί σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων καθώς έχει καταθέσει ότι φοβάται για τη ζωή του.
Ο ίδιος ξεκινώντας δίνει το στίγμα του.
Ποιος είναι και πώς γνώρισε τους δύο φερόμενους ως εκτελεστές της συζύγου του Ντίμη Κορφιάτη
«Μένω προσωρινά σε κάποιους οικογενειακούς μου φίλους, αφού εγώ δεν έχω δικό μου σπίτι τα τελευταία χρόνια. Εγω δεν εργάζομαι αυτό το διάστημα. Παλαιότερα είχα μια ασφαλιστική εταιρεία η οποία όμως δεν πήγε καλά και από τότε που την έκλεισα, έκανα κανένα μεροκάματο όπου έβρισκα. Το 2019 δούλευα σαν φύλακας σε μια έκθεση αυτοκινήτων στην Κηφισιά του (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Κάποια στιγμή, καπου τον Σεπτέμβρη του 2019 νομίζω είχε έρθει στην έκθεση ένας άνθρωπος που ήθελε να αγοράσει ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο. Επειδή είχε έρθει μερικές φορές στην έκθεση γνωριστήκαμε και μου είπε ότι λέγεται (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Έκανε χαβαλέ και στο αφεντικό της έκθεσης και σε μένα. Μάλιστα μου είπε ότι κάπου με ήξερε από τη φυλακή, αλλά δεν ίσχυε αυτό. Τέλος πάντων με τον (σ.σ αναφέρεται σε όνομα), αποκτήσαμε λίγες επαφές και μιλούσαμε και στο τηλέφωνο. […]Του είπα ότι έψαχνα δουλειά και σπίτι να μείνω γιατί έπρεπε να φύγω απ΄οτο σπίτι που έμενα τότε. Τότε μου είπε ότι θα μου έβρισκε αυτός δουλειά γιατί ήταν στην προσωπική ασφάλεια του επιχειρηματία (σ.σ αναφέρεται στο όνομα του εφοπλιστή) και είχε και μια ναυτιλιακή εταιρεία μαζί με τον Λαιμό. Εγώ του ζήτησα αν μπορεί να με βάλει να κάνω καμία φύλαξη τα βράδια στο σπίτι του εφοπλιστή γιατί ήξερα αυτή την δουλειά. Μου είπε ότι θα το κανόνιζε και εγώ χάρηκα πολύ. Επίσης θα με έβαζε να μείνω σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι, στο οποίο έμενε μια γκόμενα που είχε και εκείνη θα έφευγε από το σπίτι αυτό. Μετά από λίγο καιρό με πήγε σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι, μου έδωσε τα κλειδιά και μου είπε ότι μπορώ να μείνω εκεί. Από τότε με φώναζε να του κάνω καμια δουλεια όταν ήθελε. Για παράδειγμα όταν έφευγε από το σπίτι με τη γυναίκα του και τα παιδιά, με εβαζε να πηγαίνω τα σκυλιά βόλτες. Άλλες φορές με έβαζε να πηγαίνω πουθενά να παίρνω κανέναν και να τον πηγαίνω στα γραφεία της εταιρείας τους στο κέντρο της Αθήνας. Μου έδινε λεφτά για αυτές τις δουλειές που έκανα. Εγώ ήμουν πολύ ευχαριστημένος με αυτή την εξέλιξη γιατί είχα ένα σπίτι να μείνω και έπαιρνα και μερικά χρήματα. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) μου φερόταν άψογα, με βοηθούσε οικονομικά, με κερνούσε πολλές φορές που βγαίναμε έξω, κάναμε χαβαλέ και γενικά όλα ήταν μια χαρά. Το μόνο που περίμενα να γίνει και δεν έγινε ποτέ ήταν να με βάλει να δουλέψω φύλακας στο σπίτι του εφοπλιστή. […]. Κάνα δυο φορές είχαμε κατέβει στην Αμαλιάδα για ένα δικαστήριο που είχε εκεί ένας γνωστός του (σ.σ αναφέρεται σε όνομα), ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) «….». (σ.σ αναφέρεται σε προσωνύμιο) όπως τον φώναζαν. Αυτός λοιπόν ο(σ.σ αναφέρεται σε προσωνύμιο), είχε ένα δικαστήριο για μια παλιά υπόθεση ανθρωποκτονίας νομίζω. Η αντίπαλη πλευρά του (σ.σ αναφέρεται σε όνομα), ήταν ένας (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Δεν ξέρω καθόλου λεπτομέρειες. Πάντως ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) είχε μεγάλο μίσος για αυτόν τον (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Στα δικαστήρια αυτά στην Αμαλιάδα πηγαίναμε με ένα μαύρο θωρακισμένο τζιπ μάρκας Mercedes ποτ είχε ο (σ.σ αναφέρεται στο όνομα του εφοπλιστή) και το χρησιμοποιούσε ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Οσο περνούσε ο καιρός συνέχιζα να κάνω καμιά δουλειά που μου έλεγε ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Συνήθως με έπαιρναν όταν χρειάζονταν οδηγό να τους πάει κάπου ΄’η για καμιά ‘άλλη δουλειά. Μια φορά θυμάμαι πήγαμε ότι πήγαμε οι τρεις μας με το Mercedes του εφοπλιστή στη Ζάκυνθο για να δώσει το παρών στην Αστυνομία της Ζακύνθου ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα)».
Η ενέδρα – Ήθελαν να αποτελειώσουν τον Ντίμη στο νοσοκομείο
Στις 8 Ιουνίου ο μάρτυρας αναφέρεται σε ένα ραντεβού που είχαν οι δύο φερόμενοι ως εκτελεστές με τον εφοπλιστή. Προηγουμένως κάνει αναφορά στις επαφές «Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) με έπαιρνε συνήθως στο signal» αλλά και στα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσε η ομάδα εκτός από ένα BMW X1 μαύρο χρησιμοποιούσαν επίσης ενοικιαζόμενα όπως ένα Mercedes GLA A180.
«Μεσημεράκι δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα φθάσαμε στο σπίτι του εφοπλιστή. Βγήκε έξω και τους μίλησε. Εγώ έκατσα στο αμαξι, δεν βγήκα έξω. Ο εφοπλιστής πήρε ένα τηλέφωνο. Μετά από λίγο οι δύο γύρισαν στο αμάξι και μου είπαν να το πάρω εγώ να το οδηγήσω και αυτοί έκατσαν στα πίσω καθίσματα. Τους ρώτησα γιατί δεν κάθεται ένας μπροστά και μου έκαναν πλάκα, λέγοντας μου ότι θέλουν να κάνουν σεξ και κάτι τέτοιες χαζομάρες. Ξεκινήσαμε λοιπόν με το μαύρο BMW X1 πήγαμε από Κηφισίας και μετά από Αττική Οδό. Όταν φθάσαμε στα διόδια της Αττικής Οδού κατέβασα το παράθυρο του οδηγού για να πληρώσω και κατά λάθος και το παράθυρο πίσω από τον οδηγό όπου καθόταν ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Τότε ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) τρελάθηκε και άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί έβριζε και τον ρώτησα τι είχε πάθει. Δεν μου είπανε τι είχε γίνει και τότε κατάλαβα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Τους ρώτησα αν είχαν τίποτα παράνομο στο αμάξι και εκείνοι μου απάντησαν ότι δεν θα μας σταματούσε κανένας και να μην ανησυχώ. Ήξερα ότι ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) είχε όπλο επειδή δούλευε στην προσωπική ασφάλεια του εφοπλιστή».
«Μετά τη φονική ενέδρα, την εκτέλεση της Χριστίνας Κλουτσινιώτη και τον σοβαρό τραυματισμό του Ντίμη Κορφιάτη, σύμφωνα πάντα με τον μάρτυρα, το σχέδιο είχε ως εξής: Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) μου είπε δες που πάμε και έλα να μας πάρεις. Εγώ του είπα θα χαθώ γιατί δεν ήξερα τον δρόμο αλλά εκείνος μου είπε να πάω να τους βρώ. Αμέσως ξεκίνησα με το BMW και προσπάθησα να πάω από το δρόμο που πήγανε κοντά στη θάλασσα, προς το σημείο που πήγαινε το σκάφος. Όταν είδα το σκάφος αρχικά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω πόσοι ήταν μέσα γιατί ήταν αρκετά μακριά. Όταν λοιπόν προσπαθούσα να βρω το σημείο που θα έβγαιναν χάθηκα και δεν ήξερα που να πάω. […]. Έψαξα και είδα να βγαίνουν οι δύο από ένα ύψωμα μπροστά από μια παραλία. Δεν ξέρω που είναι αυτό το σημείο γιατί είχα χαθεί τελείως και τυχαία τους πέτυχα. Εκεί λοιπόν σταμάτησα να τους πάρω. Είδα ότι είχαν βρεγμένα ρούχα. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα)φορούσε μια σκούρα φόρμα παντελόνι από κάτω και από πάνω ένα σκούρο κοντομάνικο μπλουζάκι. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα)φορούσε και αυτός σκούρο παντελόνι φόρμα από κάτω, σκούρο κοντομάνικο από πάνω. Τα ίδια ρούχα νομίζω φορούσαν και την προηγούμενη μέρα όταν κατεβήκαμε από την Αθήνα και πήγαμε στο λιμανάκι για να φύγουν με σκάφος».
«Μόνο την π@@@@ είχε σκοτώσει…»
Ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ των δύο εκτελεστών και περιέγραψε ο μάρτυρας είναι συγκλονιστικός: «Φεύγοντας από εκεί, οδήγησα εγώ, ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) έκατσε συνοδηγός και ο άλλος πίσω. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) πήρε το δικό μου κινητό και έβαλε αμέσως κάποιο βίντεο στο ίντερνετ που έλεγε για μια δολοφονία που είχε γίνει πριν λίγη ώρα στη Ζάκυνθο. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) φώναζε και έβριζε και έλεγε στον (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) ότι δεν πέθανε ο Ντίμης και ότι μόνο την π@@@@ είχε σκοτώσει. Αυτό το έλεγε ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) στον (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) δηλαδή «Μόνο την π@@@@ σκότωσες». Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) του απάντησε «Ναι μαλάκα ας μην έπεφτες έσυ με τη μηχανή και θα τον βρίσκαμε μόνο του».
Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) πάλι του είπε μετά: «Έχεις ιδέα από 45άρι πως τρυπάει; Επειδή έχεις μη μιλάς. Τον πέτυχα σίγουρα, δεν θα γλιτώσει».
Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) του έλεγε πως μετά πρέπει να πάνε στο νοσοκομείο που θα τον πήγαιναν για να το τελειώσουν αν είναι ακόμα ζωντανός. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) του έλεγε ότι σίγουρα θα πεθάνει και ότι τον είχαν πετύχει. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) μετά του είπε: «Στον π@@@ τον μπάτσο τον (σ.σ αναφέρεται σε όνομα)να δω τι θα πούμε. Εγώ θα πω ότι έφταιγες εσύ». Αυτόν τον (σ.σ αναφέρεται στο όνομα του αστυνομικού) τον έχω ξανακούσει σε κουβέντες που έκανε ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) και θυμάμαι ότι είχε πει ότι είχε εμπλοκή σε ένα δικαστήριο για μια ληστεία που είχε γίνει στη Ζάκυνθο. Δυστυχώς δεν ξέρω να σας πω κάτι άλλο για αυτόν. Τότε κατάλαβα από όλες αυτές τις κουβέντες ότι οι δύο είχαν πυροβολήσει και σκοτώσει μια γυναίκα και είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν και τον άνδρα της. [….]. Εμένα δεν μου είχαν πει απολύτως τίποτα και δεν ήξερα οτιδήποτε. Αφού λοιπόν κάναμε γύρω στα 3-4 χιλιόμετρα μου είπαν να σταματήσω σε ένα σημείο για να πετάξουν τα ρούχα τους και τα κινητά τους. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) φώναζε από την αρχή ότι ήθελε να σπάσει και να πετάξει το κινητό του αλλά ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) του έλεγε να περιμένει να πάμε λίγο πιο μακριά. […]. Σε ένα ύψωμα, σταματήσαμε και κατεβήκαμε από το αμάξι. Έβγαλαν τα ρούχα που φορούσαν και τα πέταξαν. Το ίδιο έκαναν και με τα κινητά που είχαν πάνω τους. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) πέταξε τα δικά του ρούχα και το κινητό σε μια ρεματιά, ενώ ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) τα έβαλε σε κάτι σακούλες που ήταν πεταμένες και τα πέταξε μαζί με τα σκουπίδια που υπήρχαν εκεί πέρα. Πήραν τα ρούχα που είχαν στο πορτ μπαγκάζ και άλλαξαν. Αμέσως μερτά ξεκινήσαμε να φύγουμε. Εγώ δεν μπορούσα να οδηγήσω από την ταραχή και έτσι οδήγησε ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Εγώ έκατσα στη θέση του συνοδηγού και ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) πίσω. Στη διαδρομή ο(σ.σ αναφέρεται σε όνομα) συνέχισε να βλέπει ειδήσεις στο ίντερνετ από το δικό μου κινητό για να μάθει τι είχε γίνει με τον Ντίμη, ‘όπως τον έλεγε αν είχε πεθάνει τελικά. Άκουγα από το κινητό που έλεγαν στις ειδήσεις ότι θα τον πάνε σε νοσοκομείο με αεροδιακομιδή. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) φώναζε για αρκετή ώρα και επικρατούσε μια ενταση. Εγω επειδη είπαν ότι πριν έπεσαν από τη μηχανή τους είπα ότι θα τη βρουν τη μηχανή και θα τους πιάσουν. Ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα) μου απάντησε ότι δεν πρόκειται να τη βρουν τη μηχανή γιατί θα την κάνουν κομμάτια, χωρίς όμως να πει ποιος θα το έκανε αυτό».
«Αν μιλούσα θα με σκότωναν. Φοβάμαι για τη ζωή μου»
Ο μαρτυρας αναφέρεται και σε ένα ραντεβού που είχε δύο ημέρες μετά τη δολοφονία της Χριστίνας Κλουτσινιώτη με τον έναν από τους δύο της ομάδας. «Μετά από δύο ημέρες τον πήρα και βρεθήκαμε στην Κηφισιά. Του είπα ότι δεν έπρεπε να με μπλέξει σε αυτή την ιστορία και ότι εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα. Τότε μου είπε ότι δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μου είπε να πω ότι πήγα στο χωριό να δω τη μάνα μου αν με ρωτήσουν ποτέ. Επίσης μου είπε ότι αν πω οτιδήποτε άλλο από αυτά που έγιναν, ο (σ.σ αναφέρεται σε όνομα)θα με σκότωνε και ότι δεν χαρίζει αυτός. […]. Μου είπε επίσης ότι αν δεν άνοιγε ο σ.σ αναφέρεται σε όνομα) το στόμα του μέσα στο αμάξι όταν γυρνούσαμε από το Κορακιχώρι εγώ δεν θα ήξερα τίποτα και δεν θα αγχωνόμουν καθόλου. […]. Προσπαθούσα να τους πω να πουν την αλήθεια και να πουν ότι εγώ δεν ήξερα τίποτα. Ο σ.σ αναφέρεται σε όνομα) μου έλεγε ότι δεν πρόκειται να τους βρουν αυτούς. Αυτά τα είπαμε και μετά φύγαμε.Από τότε και μετά δεν ξαναμίλησα ποτέ με τον σ.σ αναφέρεται σε όνομα) μέχρι και σήμερα. Λίγες ημέρες μετά πήγα στον Δήμο (σ.σ αναφέρεται στην περιοχή) όπου δούλευα με κοινωφελή εργασία και είδα απ΄ εξω το μαύρο σκούτερ του σ.σ αναφέρεται σε όνομα) που το οδηγούσε ένα άτομο το οποίο είμαι σίγουρος ότι ήταν ο σ.σ αναφέρεται σε όνομα). Φοβήθηκα πάρα πολύ και σκέφτηκα ότι με έψαχνε για να μου κάνει κακό. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχω ξαναπάει στο Δήμο και έχω εξαφανιστεί από παντού. Φοβάμαι πολύ για τη ζωή μου μετά από αυτό που έγινε εκεί. Μακάρι να μην τους είχα γνωρίσει ποτέ αυτούς τους δύο…».
Κλείνοντας ο μάρτυρας στην ερώτηση αν θέλει να προσθέσει κάτι είπε: «Σας είπα όλα όσα ήθελα να πω. Θέλω να με πιστέψετε ότι εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτό που έγινε πέρυσι στη Ζάκυνθο. Δεν ήξερα τι θα γίνει και δεν μπορούσα να κάνω κάτι να το αποφύγω. Εγω δεν έχω ούτε δουλειά, ούτε σπίτι ούτε καν πράγματα δικά μου αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Εδώ και αρκετό καιρό με φιλοξενούν διάφοροι οικογενειακοί μου φίλοι και ψμε βοηθούν να αντεπεξέλθω στις δυσκολίες που περνάω…».