Καθώς η πραγματική οικονομία επιστρέφει στην ομαλότητα και η μετάλλαξη Δέλτα δεν οδηγεί (προς το παρόν) σε νέο καθολικό lockdown, οι ιθύνοντες της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής αρχίζουν τις συζητήσεις για την σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης.
Το σκεπτικό είναι αρκετά απλό: Από την στιγμή που η οικονομία παίρνει μπρος και αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς, οι δράσεις τόνωσης καθίστανται ολοένα και λιγότερο απαραίτητες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αυτή όμως, είναι η μία πλευρά του νομίσματος, η οποία προβλέπει την αντικατάσταση των μέτρων στήριξης από τα οφέλη της δυναμικής ανάκαμψης του ΑΕΠ.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι κάπως πιο ανησυχητική, ιδίως για την Ελλάδα, η οποία το 2023 κινδυνεύει αφενός να βρεθεί εκτός των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αφετέρου να κληθεί να εφαρμόσει τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες της Κομισιόν.
Δεν είναι τυχαίο ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης -παρά την επαρκή ρευστότητα- έχει υιοθετήσει μια συνετή στρατηγική όσον αφορά τις φοροελαφρύνσεις και τις παροχες, επιθυμώντας να αποφύγει το ενδεχόμενο ενός εκτροχιασμού σε πρωτογενές έλλειμμα και δημόσιο χρέος.
Ο νομισματικός κίνδυνος
Το έκτακτο πρόγραμμα παροχής ρευστότητας της ΕΚΤ, γνωστό και ως PEPP, αναμένεται να διαρκέσει έως τον Μάρτιο του 2022. Εφόσον δεν υπάρξει παράταση, τότε η Ελλάδα είναι πιθανό να τεθεί εκτός του «κλασικού» προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP) -και άρα εκτός της ομπρέλας στήριξης της ΕΚΤ- καθώς προϋπόθεση αποτελεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους αξιολόγησης.
Αυτή την στιγμή, η χώρα μας απέχει δύο βαθμίδες από την επιθυμητή αξιολόγηση. Επομένως, χρειάζεται δύο διαδοχικές αναβαθμίσεις προκειμένου να ενταχθεί στο APP, μόλις λήξει το έκτακτο πρόγραμμα του PEPP. Είναι ενδεικτικό ότι η Κριστίν Λαγκάρντ, ερωτηθείσα για την τύχη της Ελλάδας, τήρησε σιγήν ιχθύος, παραπέμποντας στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου τις αποφάσεις για το τι μέλλει γενέσθαι.
Τα σενάρια είναι πολλά. Εφόσον δεν υπάρξει παράταση του PEPP, τότε η Ελλάδα από τον Μάρτιο του 2022 θα μείνει «ξεκρέμαστη». Σ’ αυτή την περίπτωση, θεωρείται αδύνατο η χώρα να έχει ανακτήσει τόσο γρήγορα την επενδυτική βαθμίδα και άρα θα διεκδικήσει εναλλακτικές λύσεις για την «κάλυψη» αυτού του κενού.
Μία από αυτές είναι η παράταση του καθεστώτος της ενισχυμένης εποπτείας, κάτι το οποίο θα παράσχει επαρκείς διασφαλίσεις στην ΕΚΤ για την αξιοπιστία των ελληνικών ομολόγων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εξέφρασε προσφάτως την πεποίθηση ότι η ΕΚΤ δεν θα αποσύρει την στήριξη μετά το τέλος του PEPP.
Η κατάσταση θα είναι σαφώς καλύτερη για την Ελλάδα, σε περίπτωση παράτασης του PEPP. Κι αυτό, διότι το οικονομικό επιτελείο θα έχει κερδίσει πολύτιμο χρόνο στο «κυνήγι» των δύο διαδοχικών αναβαθμίσεων, οι οποίες θα αποτελέσουν το «χρυσό εισιτήριο» για την ένταξη στο APP.
Σε κάθε ενδεχόμενο, πάντως, όλα θα εξαρτηθούν από την οικονομική – δημοσιονομική πολιτική, η οποία εφόσον παραμείνει εντός ενός συνετού και ορθολογικού πλαισίου, θα αποτελέσει ένα σημαντικό «όπλο» στη διαπραγματευτική θέση της Αθήνας.
Ο δημοσιονομικός κίνδυνος
Η σταθεροποίηση των οικονομιών, η οποία συνιστά αναγκαία συνθήκη για την απόσυρση των μέτρων στήριξης, έχει ήδη επιφέρει σημαντικά κέρδη στην Ελλάδα, η οποία στο β’ τρίμηνο του 2021 είδε το ΑΕΠ να εκτινάσσεται κατά 16,2%. Το Σάββατο δε, ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΗ αναθεώρησε στο 5,9% την εκτίμηση για την ανάπτυξη του 2021 (από 3,6% προηγουμένως), ενώ αρκετοί οίκοι ανεβάζουν τον στόχο ακόμη και άνω του 6%.
Όλα αυτά αναμένεται να έχουν ένα θετικό αντίκτυπο σε επίπεδο οικονομίας, δημοσίων εσόδων, απασχόλησης και επενδύσεων, καθιστώντας κατά κύριο λόγο μη απαραίτητα τα ισχύοντα μέτρα στήριξης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Όμως, η επιστροφή της οικονομίας στα προ-κρίσης επίπεδα θα συνεπάγεται και την επιστροφή στην υποχρέωση τήρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο έχει ανασταλεί έως και τα τέλη του 2022.
Το ερώτημα, επομένως, που ανακύπτει είναι τι θα γίνει αμέσως μετά, δηλαδή το 2023. Και οι προθέσεις των χωρών του Βορρά προμηνύουν μια αρκετά αυστηρή στρατηγική. Πρόσφατα, οι υπουργοί Οικονομικών οκτώ χωρών της Ε.Ε. (Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία, Λετονία, Σλοβακία, Φινλανδία και Τσεχία) ζήτησαν την άμεση αποκατάσταση της δημοσιονομικής πειθαρχίας (έλλειμμα έως 3% του ΑΕΠ).
Παράλληλα, τάχθηκαν κατά της άμεσης αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων, θεωρώντας ότι θα πρέπει να προηγηθούν πολύμηνες ζυμώσεις και συζητήσεις έως ότου κλειδώσουν οι όποιες προσαρμογές. Έθεσαν δε, ως αδιαπραγμάτευτο χαρτί τη μη διασύνδεση των προωθούμενων αλλαγών με την άρση της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι είναι γενικευμένη πια η πεποίθηση ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας θα αλλάξει. Ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ τόνισε πως αυτό «πρέπει να θεωρείται δεδομένο». Πόσο ουσιαστικές θα είναι οι αλλαγές θα κριθεί εν πολλοίς και από τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία, όπου το SPD του Όλαφ Σολτς διεκδικεί πια με αξιώσεις τη νίκη στις εκλογές, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
#pgnews
#OIKONOMIA