Ημερομηνία ορόσημο για την Ιστορία του ελληνικού έθνους αποτελεί η 25η Μαρτίου καθώς και σηματοδοτεί την απαρχή του αγώνα για την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Συγκεκριμένα, κάθε 25η Μαρτίου γιορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης του 1821 που έγινε εναντίον του τουρκικού ζυγού μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 βρήκε την Πάτρα (Παλαιαί Πάτραι την εποχή εκείνη), πρωτεύουσα της Αχαΐας, έδρα μητρόπολης, να είναι μια αναπτυγμένη πόλη με αξιόλογο εμπορικό λιμένα και κατ΄ εξοχήν ελληνικό πληθυσμό, Επτανήσιους, λιγότερο Τούρκους και ελάχιστους Αλβανούς, αποτελώντας και έδρα προξενείων του Μωριά, όπως της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το 1821, καθώς πλησίαζε η 25η Μαρτίου, όπου σύμφωνα με το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας θα άρχιζε η επανάσταση, άρχισαν σταδιακά διάφορα επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Λίγες μέρες πριν την 25η Μαρτίου έγινε ένοπλη εξέγερση και άρχισε η πολιορκία του κάστρου της πόλης, το οποίο ήταν και ένας από τους σημαντικότερους στρατηγικούς στόχους των επαναστατών. Λόγω κακής οργάνωσης, έλλειψης πειθαρχίας και οπλισμού, αλλά και λόγω της συνεργασίας του Άγγλου προξένου με τους Τούρκους, η εξέγερση κατεστάλη τον επόμενο μήνα. Δεν έγινε δυνατό να κυριευθεί το κάστρο παρά μόνο προς το τέλος της επανάστασης το 1828. Η πόλη γνώρισε μεγάλη καταστροφή από τις αλλεπάλληλες μάχες.
Προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία
Μετά το 1818, οπότε ο κεντρικός πυρήνας της Φιλικής Εταιρείας εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε μια συστηματική επέκταση της μύησης σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Η μύηση γινόταν με τους «αποστόλους», οι οποίοι συνήθως ήταν άνθρωποι των όπλων (κλέφτες και παλαιοί μισθοφόροι των ναπολεοντείων πολέμων). Η Πελοπόννησος ήταν ο κύριος χώρος στρατολόγησης Φιλικών και εκεί εστάλησαν οι τρεις από τους δέκα πρώτους «αποστόλους», ενώ ένας ακόμη εστάλη στη Μάνη. Η Πελοπόννησος ήταν το πλέον παραγωγικό κέντρο κατηχήσεων στην επανάσταση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην κεντρική θέση που είχε η Πελοπόννησος στο σχέδιο έναρξης της επανάστασης, όπως είχε καταστρωθεί από τους τελευταίους μήνες του 1820. Ο λόγος για τον οποίο τελικά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης άλλαξε το σχέδιο, παραμένει ανεξιχνίαστος για την ιστοριογραφία. Στην Πελοπόννησο μυήθηκαν στην Εταιρεία οι περισσότεροι κοινοτικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες. Λόγω των λειτουργικών προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την εισδοχή πολλών μελών, οι Φιλικοί της Πελοποννήσου το Μάρτιο του 1820 ζήτησαν να σχηματιστεί μια τοπική Εφορεία που να συντονίζει και να επιλύει τοπικά προβλήματα. Οι προτάσεις τους συντάχθηκαν πιθανότατα από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και φέρουν τον τίτλο «Στοχασμοί των Πελοποννησίων περί του καλού συστήματος». Γενικά, ως έφοροι διορίζονταν από την Αρχή κορυφαία στελέχη των τοπικών κοινωνιών, με πλούτο, επιρροή και πρόσβαση στους μηχανισμούς διοίκησης. Στην Πελοπόννησο ορίστηκαν τρεις κοτζαμπάσηδες (προεστοί) και τρεις ιεράρχες ως έφοροι, με επικεφαλής των Ιωάννη Βλασσόπουλο (πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα) και δύο εμπόρους ως ταμίες. Η παλαιότερη ιστοριογραφία έχει ισχυριστεί ότι αυτή η πρωτοβουλία των Πελοποννησίων ήταν μια προσπάθεια αμφισβήτησης της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας και οφείλεται στον τοπικισμό των κοτζαμπάσηδων και στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τις επαναστατικές κινήσεις. Ωστόσο τα σχετικά κείμενα δείχνουν ότι οι αρμοδιότητες της Εφορείας της Πελοποννήσου ήταν παρόμοιες με της υπόλοιπης Ελλάδας και ότι αυτή υπαγόταν στις διαταγές του Υψηλάντη. Έτσι, η πλέον σύγχρονη ιστοριογραφική ανάλυση με βάση την αντίθεση παραδοσιακού-νεωτερικού δείχνει ότι οι προεστοί και ιεράρχες σταδιακά εντάσσονταν σε μοντέρνες (νεωτερικές) πολιτικές δομές, δίκτυα και σχέσεις εξουσίας, και αποδέχονταν τους επικεφαλής της συνωμοτικής οργάνωσης ως πολιτική αρχή του έθνους. Η τοποθέτηση εφόρων δυσαρέστησε κάποιες οικογένειες κοτζαμπάσηδων (όπως η οικογένεια Περρούκα), οι οποίες όμως δεν ήλθαν σε ρήξη με την Εταιρεία ούτε πρόδωσαν τη συνωμοσία. Η ισχυρότερη ένδειξη της προσήλωσης των κοτζαμπάσηδων και αρχιερέων στην ηγεσία της Εταιρείας ήταν ότι αποδέχθηκαν και υλοποίησαν το σχέδιό της για την έναρξη της επανάστασης. Η λεγόμενη «μυστικοσυνέλευση» της Βοστίτσας στα τέλη Ιανουαρίου του 1821, ήταν μια σύσκεψη των μελών της Εφορείας με τον απεσταλμένο του Υψηλάντη, τον Παπαφλέσσα. Μεγάλο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας συγκλίνει στην άποψη ότι στη Βοστίτσα διαρρήχθηκαν οι σχέσεις των τοπικών ηγετών με τον Παπαφλέσσα, και έκτοτε τα δύο μέρη κινήθηκαν χωριστά, ή και εχθρικά μεταξύ τους. Αυτή η άποψη βασίζεται σε επιλεκτική χρήση ορισμένων πηγών, όπως ο Φωτάκος, ο Φραντζής και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Όμως η συντονισμένη εξέγερση όλων των επαρχιών στο τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου δείχνει ότι δεν υπήρξε τέτοια ρήξη. Πιστεύεται ότι στη Βοστίτσα, παρά τις διαφωνίες, έγινε αποδεκτό το σχέδιο που είχε εκπονηθεί στο Ισμαήλιο της Μολδοβλαχίας, δηλαδή έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο με την άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μάνη.
Ιστορικό της εξέγερσης
Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου γίνονταν επαναστατικές προετοιμασίες αρκετούς μήνες πριν την επίσημη κήρυξη της επανάστασης. Στην Πάτρα από το Φεβρουάριο του 1821 οι Πατρινοί είχαν αρνηθεί να πληρώσουν τους φόρους και άρχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη ένοπλοι. Για την ολιγοήμερη και ώριμη φάση της εξέγερσης ελάχιστα αναφέρουν οι Έλληνες ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι. Ακόμη και ο αυτόπτης Παλαιών Πατρών Γερμανός δίνει μόνο το περίγραμμα των γεγονότων στα ενθυμήματά του.
Αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στα Καλάβρυτα, που γενικεύτηκε στις 21 Μαρτίου του 1821 με την κατάληψη της πόλης, άρχισε να εκδηλώνεται ένας έντονος αναβρασμός στην πόλη της Πάτρας με απειλές κατά των Ελλήνων. Την ίδια μέρα (21 Μαρτίου) κατά τον Τρικούπη, κατ΄ άλλους στις 23 Μαρτίου, Τούρκοι εξαγριωμένοι, αφού μετέφεραν την προηγουμένη τις οικογένειές τους στο κάστρο της πόλης, ενισχυθέντες από 150 ομοεθνείς τους από το φρούριο του Ρίου, σκότωσαν έναν ρακοπώλη. Μετά ξεχύθηκαν στην πόλη και πυρπόλησαν την οικία του προεστού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, βάζοντας φωτιά και στα γύρω οικήματα και τρομοκρατώντας τον ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα τα κανόνια του κάστρου άρχισαν να βάλλουν κατά του μητροπολιτικού ναού και άλλων σημείων της Άνω πόλης, με αποτέλεσμα ν΄ ακολουθήσει χάος.
Τότε βρίσκονταν στην Πάτρα πολλοί Επτανήσιοι, μεταξύ των οποίων και Φιλικοί. Αυτοί, βλέποντας τις φλόγες και τους πυροβολισμούς, οπλίστηκαν και οχυρώθηκαν σε διάφορα μέρη. Μερικοί, μαζί με Πατρινούς, προχώρησαν προς την περιοχή Τάσι όπου συνήθως μαζεύονταν Τούρκοι. Εκεί συγκρούστηκαν για πρώτη φορά και σκοτώθηκε ο Κεφαλλονίτης Βασίλης Ορκουλάτος. Από εκεί αποσύρθηκαν προς την ενορία του Αγίου Γεωργίου. Από το βράδυ της ίδιας μέρας άρχισαν να αποσύρονται προς τα πλοία οι πρόξενοι ευρωπαϊκών κρατών για να σωθούν από την οργή των Τούρκων. Αυτές τις ημέρες έδρασε ως επικεφαλής ομάδας ενόπλων και ο Παναγιώτης Καρατζάς, έμπιστος του πλούσιου εμπόρου και Φιλικού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, διακριθείς για την ανδρεία και τον πατριωτισμό του. Αυτός, θέλοντας να δώσει χρόνο στους Πατρινούς να απομακρύνουν τις οικογένειες και τα πράγματά τους, συνεννοήθηκε με τους Επτανήσιους Βαγγέλη Λιβαδά (έμπορο), Νικόλαο Γερακάρη (φαρμακοποιό) και άλλους, και το βράδυ βγήκαν στους δρόμους καλώντας τον κόσμο σε επαγρύπνηση, ώστε οι Τούρκοι να νομίσουν ότι οι Έλληνες είναι πολλοί και σε επιφυλακή και να μην τολμήσουν νυχτερινή έφοδο. Ο άμαχος πληθυσμός, κυρίως γυναικόπαιδα, έτρεχε στη «Ντογάνα» (=Τελωνείο), μπαίνοντας στη θάλασσα μέχρι το λαιμό, ζητώντας να σωθεί από τα ελλιμενισμένα εκεί πλοία. Την επόμενη μέρα (22 Μαρτίου) κατά τον Τρικούπη, κατ’ άλλους στις 24 Μαρτίου, οι Τούρκοι βρέθηκαν όλοι συγκεντρωμένοι στο κάστρο της Πάτρας, απ’ όπου κανονιοβολούσαν την πόλη. Σύντομα, οι σημαντικοί Αχαιοί της γύρω περιοχής άρχισαν να εισέρχονται στην πόλη με όσους οπλοφόρους μπόρεσε να συγκεντρώσει ο καθένας. Πρώτος εισήλθε περί το μεσημέρι ο Παπαδιαμαντόπουλος και μετά από αυτόν ο Ανδρέας Λόντος με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό. Κατά τον Τρικούπη την ίδια ημέρα εισήλθαν στην Πάτρα και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιος, ο Ζαΐμης και ο Ρούφος, ακολουθούμενοι από πλήθος οπλοφόρων και ροπαλοφόρων. Με την είσοδό τους οι Πατρινοί και άλλοι Έλληνες ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό «Ζήτω η ελευθερία, ζήτωσαν οι αρχηγοί, και εις την Πόλιν να δώση ο Θεός».
Με ιδιαίτερη ζωντάνια και υποβλητικότητα τις δραματικές εκείνες εξελίξεις που συνέβαιναν στην Πάτρα περιγράφει στο ημερολόγιό του ο πρόξενος της Γαλλίας στην πόλη Ούγος Πουκεβίλ (αδελφός του Φρανσουά Πουκεβίλ). Μόνο ως προς την ημερομηνία έναρξης των γεγονότων έχει υπάρξει διαφωνία με τους ιστορικούς. Γράφει λοιπόν ο Πουκεβίλ:
«Πάτρα 4 Απριλίου (σ.σ. δηλαδή 23 Μαρτίου 1821), το βράδυ στις 6. Η φωνή της ελευθερίας ακούεται, φωτιά έχει αρχίσει μέσα στην πόλη… Ο αέρας που σπρώχνει τις φλόγες, μας απειλεί με γενική πυρκαϊά! Ο ήλιος έχει δύσει μέσα από ένα πέπλο κοκκινωπών καπνών… Ο πάταγος των σπιτιών που γκρεμίζονται, οι αλλεπάλληλες κανονιές από το κάστρο, το σφύριγμα και η έκρηξη μερικών βομβών, οι φωνές των γυναικών και παιδιών, πάνω από 500, που έχουν προσφύγει στο γαλλικό προξενείο, σκορπίζουν παντού τη σύγχυση και τον τρόμο. Ο ουρανός, σαν πύρινος θόλος μάς φωτίζει με ένα φως μαυροκίτρινο. Η ταραγμένη θάλασσα μοιάζει να κυλά κύματα από αίμα, και το μεγαλύτερο μέρος από τα πλούτη της Πάτρας συσσωρεύονται στα δωμάτιά μου».
Στο μεταξύ ο Νικόλαος Λόντος κάλεσε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό που ήταν στα Καλάβρυτα, καθώς και όλους τους οπλαρχηγούς της περιοχής, να σπεύσουν με τις ομάδες τους προς βοήθεια των Πατρινών. Έτσι, τις ημέρες που ακολούθησαν άρχισαν να συρρέουν στην Πάτρα οπλισμένοι χωρικοί με τους αρχηγούς τους και να παίρνουν μέρος στον αγώνα της πολιορκίας του Κάστρου.
Ορκωμοσία αγωνιστών
Την επομένη των παραπάνω γεγονότων (στις 22 Μαρτίου, κατ’ άλλους στις 24-25 Μαρτίου) κατέφθασαν στην Πάτρα οι πρόκριτοι με τις ομάδες τους, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ο μητροπολίτης Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιος και ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄, επικεφαλής πολυάριθμων επαναστατών, περίπου 1.000, όπου ο τελευταίος, στήνοντας ένα σταυρό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου (βορειοανατολικά της οποίας υπήρχε τότε ναός του Αγίου Γεωργίου), όρκισε τους παραπάνω αγωνιστές. Στο τέλος της τελετής εκείνης ακούσθηκαν οι ζητωκραυγές «Ελευθερία ή Θάνατος» καθώς «Και στην Πόλη να δώσει ο Θεός».
Την είσοδο του Γερμανού στην Πάτρα την 25η Μαρτίου επικεφαλής χιλιάδων ενόπλων αναφέρουν προς τους προϊσταμένους τους και οι πρόξενοι της Σουηδίας-Νορβηγίας και της Ολλανδίας στην Πάτρα. Ο πρώτος αναφέρει ότι ο Γερμανός και άλλοι προύχοντες «ενεφανίσθησαν και πάλιν» (την 25η Μαρτίου) χωρίς να εξηγεί τί εννοεί. Ο πρόξενος της Ολλανδίας αναφέρει ότι την ίδια μέρα οι επαναστάτες χάραξαν σταυρό στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου με τις λέξεις «Νίκη ή θάνατος».
Κατ’ άλλες πηγές της εποχής η εν λόγω ορκωμοσία έγινε την 25η Μαρτίου του 1821 (όπως είχε οριστεί από τη Φιλική Εταιρεία) στη Μονή της Αγίας Λαύρας, ωστόσο οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν αυτό το γεγονός. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η ορκωμοσία στην Αγία Λαύρα ναι μεν είναι πραγματικό γεγονός, αλλά πραγματοποιήθηκε όχι την 25η Μαρτίου αλλά τη 17η Μαρτίου 1821, και ασφαλώς είναι το γεγονός που ενέπνευσε το 1851 τον εθνικό ζωγράφο Θεόδωρο Βρυζάκη να φιλοτεχνήσει τον περίφημο πίνακά του με θέμα την ορκωμοσία των αγωνιστών. Άλλωστε στον πίνακα αυτό ο Π. Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της επανάστασης μπροστά στην Ωραία Πύλη μικρού ναού, και όχι στην ύπαιθρο, όπως έγινε στην περίπτωση της Πάτρας, όπου η ορκωμοσία των αγωνιστών έγινε στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου υπάρχει στήλη με την επαναστατική διακήρυξη. Όσοι απορρίπτουν την άποψη αυτή τείνουν να ταυτίζουν ακόμα και τα πρόσωπα που απεικονίζονται στο συγκεκριμένο πίνακα με κάποιους από τους πρωταγωνιστές του ξεσηκωμού της Πάτρας. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με ανώνυμο παρατηρητή, στον πίνακα διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά πρώτος ο Μπενιζέλος Ρούφος να ορκίζεται υψώνοντας το χέρι, δίπλα του ο Ανδρέας Λόντος φέροντας τη σημαία (που είχε υψώσει στη Βοστίτσα), πίσω τους διάφοροι άλλοι Πατρινοί αγωνιστές, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄ ευλογώντας τη σημαία, δεξιότερα ο τότε διάκος και μετέπειτα επίσκοπος Πατρών Θεόφιλος, ο επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιος (μη συλλειτουργών), και προ αυτών πιθανώς οι αδελφοί Καλαμογδάρτες και δεξιότερα όλων ο Ανδρέας Ζαΐμης.
Αχαϊκόν Διευθυντήριον – Διακήρυξη
Αμέσως μετά συγκροτήθηκε η πρώτη επαναστατική Αρχή της Αχαΐας, το λεγόμενο «Αχαϊκόν Διευθυντήριον», με σκοπό τη φροντίδα του επαναστατικού αγώνα στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, η οποία και επέδωσε «Προς τους εν Πάτραις προξένους των ξένων επικρατειών» προκήρυξη (μανιφέστο) με ημερομηνία 26 Μαρτίου, δια της οποίας τονίζονταν η απόφαση των Ελλήνων «ν’ απελευθερωθούν ή ν’ αποθάνουν», και στη συνέχεια ακολουθούσε διεθνής έκκληση για συνδρομή στον ελληνικό Αγώνα. Τη διακήρυξη υπογράφουν κατά σειρά οι: Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, Επίσκοπος Καλαβρύτων Προκόπιος, Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος, Μπενιζέλος Ρούφος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και Σωτήριος Θεοχαρόπουλος.
Μετά άρχισε η στενή πολιορκία του κάστρου της Πάτρας, στην οποία και διακρίθηκαν, εκτός των παραπάνω αγωνιστών, οι Πατρινοί Παναγιώτης Καρατζάς, αδελφοί Κουμανιώτες, Νικόλαος Λόντος, αδελφοί Καλαμογδάρτες κ.ά.
Τη διακήρυξη αυτή αναφέρει στους ανωτέρους του και ο Άγγλος πρόξενος Γκρην και μεταγράφει στο ιστορικό δοκίμιο που έγραψε επί των γεγονότων αυτών. Σημειώνεται ότι και οι Τούρκοι ζήτησαν από τους προξένους της Πάτρας την επέμβασή τους προκειμένου να συνετίσουν τους Έλληνες και να παραδώσουν τα όπλα, μάταια όμως, εκτός του Άγγλου προξένου Γκρην, που διευκόλυνε τα μέγιστα στην έλευση τουρκικών δυνάμεων για την αποκατάσταση της τάξης.
Καταστολή της εξέγερσης
Λίγες μέρες αργότερα στις 3 Απριλίου (Κυριακή των Βαΐων) και με υπόδειξη του Άγγλου προξένου, κατέφθασε στην Πάτρα ο Τούρκος στρατηγός Γιουσούφ Πασάς, ο οποίος έλυσε την πολιορκία που επιχειρούσαν οι Έλληνες στο κάστρο, ενώ ακολούθησε αυτόν στη συνέχεια ο Μουσταφά μπέης που κατευθύνθηκε προς τη Βοστίτσα και την Τριπολιτσά. Στη συνέχεια ο Γιουσούφ κατέστρεψε και λεηλάτησε την Πάτρα.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης δεν ακολούθησε καμία άλλη τοπική δραστηριότητα ή οργάνωση του Αγώνα στην περιοχή τόσο της πόλης όσο και ευρύτερα, στην Αιγιάλεια και τα Καλάβρυτα (περιοχές που ήταν ήδη ελεύθερες). Το δε Αχαϊκόν Διευθυντήριον, ειδικά μετά τη μάχη του Λάλα επισκιάσθηκε από την Πελοποννησιακή Γερουσία. Εικάζεται ότι αμέσως μετά τα παραπάνω συμβάντα έφθασε στο ρωσικό προξενείο της Πάτρας είδηση περί της αποκήρυξης του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τον Τσάρο, καθώς και ο αφορισμός του από τον Πατριάρχη, από την οποία προκλήθηκε απογοήτευση και ανησυχία, που όμως, όπως αποδείχθηκε, γρήγορα ξεπεράστηκαν από την ορμή που είχαν πάρει ήδη οι επαναστατικές κινητοποιήσεις.
Επαναλήφθηκαν κάποιες περιορισμένες χρονικά πολιορκίες του κάστρου μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Στη συνέχεια ακολούθησαν τον επόμενο χρόνο εντονότερα γεγονότα από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, που αφορούσαν την ευρύτερη περιοχή και όχι το κάστρο.
Γεγονός είναι ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επιθυμούσε μετά την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς την απελευθέρωση ολόκληρης της Πελοποννήσου και βέβαια της Πάτρας. Η κυβέρνηση ήθελε να τον ορίσει αρχηγό της πολιορκίας, αλλά οι τοπικοί άρχοντες δεν το δέχονταν. Όμως, τον χρειάστηκαν το Φεβρουάριο του 1822, όταν ο τουρκικός στόλος αποβίβασε χιλιάδες στρατού στην πόλη της Πάτρας. Γρήγορα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε 6.000 στρατό και κατάφερε να περιορίσει όλους τους Τούρκους στο κάστρο, στην περίφημη μάχη του Γηροκομείου.
Το οριστικό τέλος της πολιορκίας έφερε η ήττα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο Πέτα και η εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο. Κατόπιν αυτών η Πάτρα, αν και επαναστάτησε σχεδόν πρώτη, παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης, μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 1828, οπότε παραδόθηκε από τους Τούρκους, τελευταία, στο γαλλικό στράτευμα του Νικολά-Ζοζέφ Μαιζόν. Προς τιμή του Παλαιών Πατρών Γερμανού Γ΄ έχει ανεγερθεί σπουδαίος ανδριάντας του επί μαρμάρινου βάθρου στην πλατεία Ψηλά Αλώνια της Πάτρας.