Του Θεόδωρου Ντρίνια , δημοτικού συμβούλου Πατρών , επικεφαλής «Κοινοτικόν»
Εκατό χρόνια μετά το 1922, και ο πόλεμος στην Ουκρανία πιθανώς να σφραγίσει την πορεία της Ελλάδας στον 21ο αιώνα, όπως η τότε αποτυχημένη μικρασιατική εκστρατεία σφράγισε την πορεία της στον 20ο αιώνα. Μπορεί η Ελλάδα να μην βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πυρός, αλλά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ταρακουνάει συθέμελα το Δυτικό, και ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, και μεσοπρόθεσμα θα επηρεάσει όλον τον πλανήτη. Οι συνέπειες του γεγονότος, μη ορατές ακόμα σε όλη τους την έκταση και φυσικά μη ολοκληρωμένες, καθώς η σύγκρουση εξελίσσεται και πιθανά βαθαίνει, μετατρεπόμενη σε μια σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας/Ευρασίας και Δύσης, έρχονται να σφραγίσουν τις εξελίξεις που πυροδότησε για τον ευρύτερο ελληνισμό η καταστροφή του 1922, που είχε ήδη ξεκινήσει με τη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του Πόντου από τους Νεότουρκους στα μέσα της δεκαετίας του 1910.
Μέσα σε αυτά τα περίπου 100 χρόνια, έσβησε η από αιώνων φυσική παρουσία εκατομμυρίων Ελλήνων στην Εγγύς Ανατολή (γενοκτονία Ποντίων και μικρασιατικού ελληνισμού μεταξύ 1915 και 1922, πογκρόμ εις βάρος των Ελλήνων της Πόλης με τα «Σεπτεμβριανά» το 1955 και τις μαζικές απελάσεις από την Τουρκία των ετών 1964-65), στη Βόρεια Αφρική (πρωτίστως στην Αίγυπτο και δευτερευόντως στην Τυνησία, μετά την ανάπτυξη των κινημάτων του αραβικού εθνικισμού τις δεκαετίες του 1950 και 1960), στη Νότια Ρωσία και στην Υπερκαυκασία (με τους σταλινικούς διωγμούς του 1937, τις μαζικές εκτοπίσεις στην Κεντρική Ασία τη δεκαετία του 1940 και τις εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις που ξέσπασαν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης τη δεκαετία του 1990), ενώ σήμερα, μπροστά στα μάτια μας, αφανίζονται οι τελευταίοι συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί της Ουκρανίας στη Μαριούπολη και στην Οδησσό.
Την ίδια στιγμή, τερματίζεται σε μεγάλο βαθμό και η έμμεση, πολιτισμική, παρουσία του ελληνισμού σε αυτές τις περιοχές. Στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό Κόλπο αυτό συντελείται μέσα από το αιματηρό ξεπάτωμα των πολυάριθμων αραβικών χριστιανικών κοινοτήτων, κυρίως στη Συρία και στο Ιράκ, ως αποτέλεσμα της επιθετικής ανόδου του ισλαμικού φονταμενταλισμού και του πολιτικού Ισλάμ, η οποία ταυτόχρονα εξασθενεί και τους όποιους ιστορικούς πολιτισμικούς δεσμούς των μουσουλμανικών Αραβικών πληθυσμών με τον ελληνισμό. Στον ορθόδοξο ρωσικό κόσμο, σήμερα, προκαλείται από την εισβολή στην Ουκρανία και τη σχετική γεωστρατηγική επιλογή της πουτινικής Ρωσίας προς τον Ευρασιανισμό, που σηματοδοτεί υποχρεωτικά την απομάκρυνσή της όχι μόνο από το λεγόμενο νεωτερικό ευρωπαϊκό κοσμοείδωλο, αλλά και από τις ίδιες τις όποιες ελληνοχριστιανικές βάσεις αυτού, και τη στροφή της προς το ασιατικό/δεσποτικό αντίστοιχο.
Με άλλα λόγια, επί 100 χρόνια, η «Ανατολή», είτε στα γεωγραφικά όρια της ελληνιστικής (και μετέπειτα ρωμαϊκής και βυζαντινής) εκδοχής της είτε στην ορθόδοξη/ρωσική εκδοχή της, αργοσβήνει για τον νεώτερο ελληνισμό. Σταδιακά, κόπηκαν οι φυσικές ρίζες (πληθυσμοί) και μαράθηκαν οι πνευματικές/πολιτισμικές, που συγχρόνως τροφοδοτούσαν επί αιώνες την ώσμωση και την οργανική αλληλεπίδραση με την «ανατολική» και τη «βόρεια» (σλαβορωσική) Ανατολή. Αναμφίβολα, συνέβαλε σε αυτή την αποκοπή και η, ενίοτε λυσσώδης, προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» της ελληνικής κοινωνίας από μέρους των κυρίαρχων ελίτ. Μια προσπάθεια ηλικίας δύο αιώνων, που γνώρισε ίσως την πιο επιτυχημένη περίοδό της τα 40 τελευταία χρόνια, μετά την είσοδο στην ΕΟΚ και την ολοκληρωτική προσχώρηση του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων στο δυτικό πολιτικό και ιδεολογικό γίγνεσθαι, είτε στη δεξιά είτε στην αριστερή εκδοχή του. Για πρώτη φορά, ήδη δυο γενιές Ελλήνων δείχνουν να κινούνται «σαν το ψάρι μέσα στο νερό» εντός του ευρωπαϊκού κοινωνικού και πολιτισμικού οικοδομήματος, ενώ διατηρούν μια μάλλον «εθνίκ» στάση απέναντι στην Ανατολή, ακόμα και στην «καθ’ ημάς». Ας σημειώσουμε, επιπλέον, ότι οι μόνες πληθυσμιακά ακμαίες κοινότητες του εξωελλαδικού ελληνισμού βρίσκονται πια σε περιοχές του δυτικού παραδείγματος (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Ε.Ε.), γνωρίζοντας νέα πληθυσμιακή άνθηση ως αποτέλεσμα της καταστρεπτικής μνημονιακής δεκαετίας του 2010 στο εθνικό κέντρο.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ο 21ος αιώνας βρίσκει τον άλλοτε κραταιό και οικουμενικό ελληνισμό περιορισμένο (ή μάλλον, οχυρωμένο) στα δύο έσχατα, εθνοκρατικά, καταφύγια του, την Ελλάδα και την Κύπρο. Μάλιστα, τον βρίσκει παραγωγικά και οικονομικά αποδυναμωμένο, κοινωνικά κερματισμένο, πολιτισμικά καχεκτικό, δημογραφικά απισχνασμένο και στρατιωτικά αδύναμο. Όπως εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός πως οι παγκόσμιες παραγωγικές, ιδεολογικές και πληθυσμιακές αλλαγές και μετατοπίσεις των τελευταίων 30 ετών οδηγούν με αυξανόμενο ρυθμό στην (επαν)ανάδυση και σύγκρουση δυο συμπαγών γεωπολιτικών τεκτονικών πλακών, της Δύσης και της Ευρασίας, που δύναται να συνθλίψει τους ενδιάμεσους χώρους. Η Ουκρανία δείχνει να είναι το πρώτο θύμα αυτής της θλιπτικής κίνησης, με την Ελλάδα λίγο πιο κάτω, στον ίδιο μεσημβρινό, να βιώνει παρόμοιο υπαρξιακό άγχος από την έκρηξη του τουρκικού αναθεωρητισμού. Σε αυτήν την ιστορική συνθήκη, τα μέρη που απαρτίζουν τον «ενδιάμεσο χώρο» δεν μπορούν να καμωθούν κάποια ουδετερότητα. Το να βάζεις το κεφάλι σου στο χώμα σαν τη στρουθοκάμηλο δεν ωφελεί, όταν τα μεγέθη που συγκρούονται, ακριβώς πάνω στη διακεκαυμένη ζώνη που βρίσκεσαι, είναι τερατώδη. «Ουδετερότητα» σε ένα τέτοιο χώρο σημαίνει ότι οι δύο αντιμαχόμενοι όγκοι -και οι δύο- θα σε μετατρέψουν πολύ σύντομα σε no man’s land.
Συνεπώς, για άλλη μια φορά, επανεμφανίζεται για τη σύγχρονη Ελλάδα το καταγωγικό ερώτημα, «Ανατολή ή Δύσις;», που διατρέχει (και κατατρέχει) τον νεώτερο ελληνισμό ήδη από τα χρόνια πριν την Μεγάλη Επανάσταση του 1821, και με διάφορες ιστορικές αφορμές, με τη μία ή την άλλη μορφή, κάνει αισθητή την παρουσία του στη συλλογική εθνική ζωή, κατά περιόδους πολύ έντονα. Μόνο που αυτή τη φορά το ερώτημα είναι τόσο υπονομευμένο από την πραγματικότητα ώστε να καθίσταται ρητορικό, ικανό μόνο για να πληρώνει τα κενά που αφήνει πίσω της η σημασιολογική εμπέδηση την οποία προκαλεί μια ιδεοληπτική ανάγνωση αυτής της πραγματικότητας. Εκατό χρόνια μετά το 1922, όχι μόνο δεν υπάρχουν πια ελληνικοί πληθυσμοί σε κάποια καβαφική ή ρούσικη «Ανατολή», αλλά και όσοι συνέρρευσαν, κακήν κακώς, από εκεί έχουν εδώ και αρκετές γενιές ενσωματωθεί στο ελλαδικό κράτος, συμβάλλοντας, ούτως ή άλλως, με το πολιτισμικό τους φορτίο και την ιστορική τους ζωτικότητα, στη μετεξέλιξή του και στη διαμόρφωση του σύγχρονου χαρακτήρα του. Συνάμα, οι εκεί αλλογενείς πληθυσμοί, με τους οποίους οι Έλληνες συνδιαλέγονταν επί αιώνες, έλκονται μάλλον από το τραγούδι νέων σειρήνων, συχνά αποτρόπαιων (νεο-οθωμανισμός, φονταμενταλισμός, κρατικός αυταρχισμός, μεγαλο-σωβινισμός ή αυτοκρατορικός ιμπεριαλισμός), και πάντως θανατηφόρων για τη φυσική ύπαρξη του ίδιου του ελληνισμού σήμερα. Συγχρόνως, εκλείπουν παντελώς ιδεολογικά ρεύματα που θα υπόσχονταν, όπως στο παρελθόν, μια μη δυτική ενσωμάτωση για τον ελληνισμό, καθώς όσα υπήρχαν αποδείχτηκαν είτε μασκαρεμένη δυτική νεωτερικότητα (μαρξισμός) είτε ωμή ανταγωνιστική αξίωση ισχύος (σοσιαλ-ιμπεριαλισμός) είτε νοητικές κατασκευές διανοουμένων χωρίς επαφή με την υλική πραγματικότητα (νεο-ορθοδοξία). Ενώ, ήδη, διαδοχικές ελληνικές νεολαίες (γενιές) συνεπαρμένες «χορεύουν σέικ», αγνοώντας, ή ενθυμούμενες αμυδρά, τον ταμπουρά του «ανατολίτη» Μακρυγιάννη και τους λόγους που «τζάκισε το χέρι του».
Ως εκ τούτου, μόνο βαριά ιδεοληψία ή κριτική και νοητική τεμπελιά ή ιδεολογική συνοδοιπορία με τον ανατολικό δεσποτισμό (ή, έστω, μια ιστορικο-ρομαντική θεώρηση της επιθυμίας ως πραγματικότητα) μπορεί στην παρούσα συγκυρία να οδηγεί κάποιον ή κάποια να αναζητά έναν «τρίτο δρόμο» για την Ελλάδα του υπαρκτού (και όχι φανταστικού) ελληνισμού. Στο βαθμό που έχουμε δίκιο και η σύγκρουση στην Ουκρανία αποτελεί τον προάγγελο μιας πολύ μεγαλύτερης και βαθύτερης γεωπολιτικής σύγκρουσης δύο κόσμων με έπαθλο την πλανητική ηγεμονία στον 21ο αιώνα, τότε η υπαρκτή δυνατότητα του ελληνισμού να παίξει το ρόλο γέφυρας ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση στην περιοχή της Νοτιανατολικής Ευρώπης και Μεσογείου, όντας τοποθετημένος γεωστρατηγικά και οικονομικά στην πλευρά της Δύσης επί πολλές δεκαετίες, αναστέλλεται για μεγάλο διάστημα. Εξάλλου, είναι κατανοητό ότι η «γέφυρα» παίζει το ρόλο της όταν και οι δύο πλευρές που ενώνει είναι ικανοποιημένες με τη σύνδεση και την επιθυμούν, αλλιώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μονοπάτι διάβασης του «εχθρού», ένθεν κακείθεν. Επομένως, το κλασικό ερώτημα «Ανατολή ή Δύσις;», απαντημένο ήδη από την ξεροκέφαλη πραγματικότητα, είτε μας αρέσει είτε όχι (προσωπικά, δεν μου αρέσει), μετατρέπεται στο ερώτημα «Δύση με ποια μορφή;».
Για την πλειοψηφία των ηγετικών ελίτ της χώρας, η στρατηγική επιλογή του «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσεως» είναι η μόνη ορατή και στοιχειωδώς αντιληπτή. Γεγονός φυσιολογικό για ελίτ ξεκομμένες εδώ και καιρό από την ιστορία του τόπου τους και τον ίδιο τους το λαό, ουσιαστικά αμόρφωτες και, πρωτίστως, ενδοτικές και κομπραδόρικες, που μπορούν να αντιληφθούν μια εθνική στρατηγική μόνο με όρους μαϊμουδισμού, υποταγής, συναλλαγής και παρακαλιών για επιβίωση. Παραδόξως, την ίδια ακριβώς στρατηγική αντιλαμβάνονται ως μόνη υπαρκτή για τις ελίτ του τόπου και οι γηγενείς αντι-δυτικοί και ριζοσπάστες αντιπολιτευόμενοί τους. Γι’ αυτό και ξιφουλκούν εναντίον της, αντιμετωπίζοντάς την ως μονόδρομο, μη δυνάμενοι να σκεφτούν την ύπαρξη μιας πραγματικής εναλλακτικής. Ούτε αυτό είναι τυχαίο, στο μέτρο που και οι αντιπολιτευόμενες ελίτ μοιράζονται πολλά από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κυρίαρχων, και πάνω απ’ όλα τη θηριώδη άγνοια και την πνευματική οκνηρία (πέραν του φαινομένου της τυχοδιωκτικής κινητικότητας μεταξύ των δύο υποτίθεται αντίπαλων χώρων, που μετατρέπει, ανάλογα με τη συγκυρία, τους «συστημικούς» σε «αντισυστημικούς» και τούμπαλιν). Η στρατηγική, λοιπόν, του «προκεχωρημένου φυλακίου» πρακτικά σημαίνει ότι η Ελλάδα οφείλει να κάνει ό,τι της υποδείξουν τα μεγάλα κεφάλια του Δυτικού κόσμου, όπως της το υποδείξουν και ει δυνατόν αδιαμαρτύρητα, αν όχι προκαταβολικά, για να εμπεδωθεί η εικόνα του «προθύμου». Αν τα πράγματα πάνε καλά στην ευρύτερη σύγκρουση για τη Δύση, τότε η Ελλάδα θα περιμένει να εξασφαλιστεί η επιβίωσή της συν το κατιτίς της (για τις άρχουσες ελίτ, κυρίως). Υπάρχει, βέβαια, πάντα ο κίνδυνος το προκεχωρημένο φυλάκιο να επιτελέσει το ρόλο του ορίου ανάσχεσης του αντιπάλου μέχρις εκμηδένισής του (του φυλακίου), για να ανασυνταχθούν τα μετόπισθεν του δυτικού κόσμου, οπότε κακό της κεφαλής του (ή μάλλον, της κεφαλής του λαού του).
Μια διαφορετική στρατηγική επιλογή είναι εκείνη που γίνεται υπό την οπτική του ιστορικού έθνους, δηλαδή μιας συλλογικότητας που έχει συγκροτήσει τα βασικά ενοποιητικά στοιχεία της ταυτότητάς της εδώ και πάμπολλους αιώνες και όχι πριν έναν-δυο ή κάποιες δεκαετίες (κατά τους δυτικόφρονες διανοούμενούς του). Σε αυτήν την προοπτική, η Ελλάδα δεν είναι το «φυλάκιο» της Δύσης στο σύνορο με την Ανατολή, αλλά είναι η Δύση που αποτελεί σήμερα τα «μετόπισθεν» του ελληνισμού. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο στρατηγικές δεν είναι ζήτημα λεκτικής ακροβασίας, αλλά ουσίας. Στην πρώτη περίπτωση, του «φυλακίου», η Ελλάδα αποδέχεται την ύπαρξή της ως μιας απόφυσης, και μάλιστα παρασιτικής, της ευρωπαϊκής Δύσης και λειτουργεί υποτακτικά και με εκδουλεύσεις, για να εξασφαλίσουν άλλοι την επιβίωσή της. Στην έτερη περίπτωση, η Ελλάδα χτίζει την επιβίωσή της με τις ίδιες της τις δυνάμεις, μοχλεύοντας τις υπαρκτές σχέσεις της με τη Δύση, κυρίως την ευρωπαϊκή, προς όφελός της. Είναι προφανές ότι η τελευταία είναι πιο απαιτητική ως στρατηγική, αλλά και πολύ πιο σίγουρη και ανθεκτική. Απαιτεί, βεβαίως, ένα έθνος με ιστορική αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση, το οποίο, έχοντας πλείστες φορές σε ένα παρελθόν δεκάδων αιώνων, βιώσει περιόδους παρακμής, καταστροφής, αναγέννησης και ακμής, μπορεί να βγάζει τα σχετικά συμπεράσματά του για το παρόν και το μέλλον του. Και, επιπρόσθετα, απαιτεί μια χώρα που αγωνίζεται σκληρά και ταυτόχρονα σε τρία πεδία. Πρώτον, στο πεδίο της άμεσης ανάσχεσης της νεο-οθωμανικής απειλής της Τουρκίας. Δεύτερον, στο πεδίο της τροποποίησης των συσχετισμών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ευρώπης, που θα απομακρύνει την οικονομίστικη, εθνοδιαλυτική και παρακμιακή στρατηγική της μερκελικής Γερμανίας, των συμμάχων της και της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, επιτρέποντας τη θεσμική ανάδυση της Ευρώπης των εθνών και, συνακόλουθα, της πολιτικής και αμυντικής ισχυροποίησής της απέναντι στην Ευρασία αλλά και απέναντι στις «φίλες» ΗΠΑ. Και τρίτον, στο πεδίο της εθνικής αναγέννησης, μέσα από την προώθηση και επικράτηση μιας σαρωτικής κίνησης αλλαγής στο εσωτερικό της που θα στοχεύει στην ανατροπή των συσχετισμών ισχύος και των δυνάμεων της παρακμής, προκρίνοντας την ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση, την ενεργειακή αυτονομία, την αμυντική ισχυροποίηση, την πολιτισμική και εκπαιδευτική αναγέννηση, το βάθεμα της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής.
Επιστρέφοντας στο ερώτημα του τίτλου, κρίνω ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία κλείνει για αρκετές δεκαετίες το ερώτημα και υπαρκτό δίλημμα που για πάνω από δύο αιώνες βασάνιζε ελίτ και λαό στη νεώτερη Ελλάδα, για το ποιο από τα δύο συστατικά στοιχεία της παράδοσής της, η «Δύση» ή η «Ανατολή», είναι αυτό που επικρατεί (ή οφείλει να επικρατήσει). Ιστορικά επεισόδια των τελευταίων εκατό ετών, σχετικά πρόσφατες παγκόσμιες εξελίξεις μεγάλου βάθους και κλίμακας και κυρίαρχες επιλογές στο εσωτερικό της χώρας στο ίδιο διάστημα διαμορφώνουν το περίγραμμα μιας ενδεχομενικής απάντησης: Η Ελλάδα και η Κύπρος, αποτελώντας το μόνο φυσικό ενδιαίτημα του υπαρκτού ελληνισμού, «ξέμειναν» στην αγκαλιά της Δύσης και, όσο και αν ειλικρινά πονάει και απογοητεύει πολλούς από εμάς, μόνο από αυτήν τη θέση μπορούν πια να σχεδιάσουν μια βιώσιμη στρατηγική επιβίωσής του στον 21ο αιώνα, ακόμα και αν η στρατηγική αυτή υπερβαίνει τη «Δύση» όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Το αν οι τρέχουσες τάσεις θα διαμορφώσουν εντέλει αυτή τη στρατηγική, είναι ζήτημα απόφασης και οι συλλογικά δεσμευτικές αποφάσεις λαμβάνονται στο αρμόδιο λειτουργικό σύστημα, το πολιτικό. Από τις επιλογές του ελληνικού πολιτικού συστήματος θα διαφανεί αν ο ελληνισμός, μπροστά στην επαπειλούμενη σύγκρουση Δύσης-Ευρασίας, θα επιδιώξει την επιβίωσή του ως παρακατιανός και ζήτουλας του δυτικού ευρωπαϊκού κόσμου ή ως οργανικό στοιχείο στη διαδικασία μετεξέλιξής του. Το αυτό ισχύει, βεβαίως, και για την Ευρώπη, τόσο όσον αφορά στις σχέσεις της με την Ελλάδα όσο και απέναντι στον εαυτό της και στην ταυτότητά της. Είναι γνωστό εξάλλου πως «το τανγκό θέλει δύο».
Η «Ανατολή» θα αποτραβηχτεί αναγκαστικά στην αγκαλιά της ελληνικής πολιτισμικής μνήμης, περιμένοντας τον ιστορικό χρόνο και τις απρόβλεπτες εξελίξεις που αυτός φέρνει, για να μπορέσει να (επαν)αναδυθεί ως ισχυρό και παραγωγικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας ή όχι. Μέχρι τότε, θα μπορέσουμε ίσως να συναντήσουμε τον απόηχό της στη διαμόρφωση εκείνης της μη ενδοτικής ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη χώρα, την οποία ευχόμαστε, και που οφείλει να έχει, πέραν των υπολοίπων, δυο κύρια χαρακτηριστικά: Την επίμονη παρέμβαση της Ελλάδας για τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού ευρωπαϊκού πόλου (τώρα που η ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια εξασθενεί, αν δεν μετατρέπεται σε ευθεία αντιπαλότητα – βλέπε τις πρόσφατες εξελίξεις στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία), και την παρέμβαση για τη διαμόρφωση ενός μεσογειακού πόλου που θα ακουμπάει και στις απέναντι ακτές της Βόρειας Αφρικής, του Λιβάνου και της (γεωγραφικής) Παλαιστίνης.
Κάθε κοινωνία, στη βάση συγκεκριμένων ιστορικών εξελίξεων, θέτει μόνο τα ερωτήματα που μπορεί να απαντήσει. Για την ελληνική κοινωνία, το ερώτημα «Ανατολή ή Δύση» έχει ήδη απαντηθεί, πιθανά ανεπαισθήτως χωρίς να το καταλάβουμε ή να το θελήσουμε. Το ενεργό ερώτημα που μένει προς απάντηση σε αυτήν την καμπή του 21ου αιώνα είναι: Η Ελλάδα στη Δύση «παθητικό παράσιτο ή ενεργητικό υποκείμενο;».
Θεόδωρος Ντρίνιας
Πάτρα, Απρίλης 2022
Το (προσωρινό;) τέλος ενός ιστορικού και υπαρξιακού διλήμματος