Στο συμπέρασμα ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (και κυρίως οι μικρές) είναι αποκομμένες από την τραπεζική χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υλοποιήσουν επενδύσεις μέσα από προγράμματα του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, καταλήγει έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ
Toυ Γιώργου Ηλιόπουλου
Η έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ φέρει τον τίτλο «Εμπόδια στην πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα» και εξετάζει τις συγχρηματοδοτούμενες δράσεις που προκηρύσσονται στο πλαίσιο των οριζόντιων και περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ. Οι δράσεις αυτές αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια το σημαντικότερο εργαλείο ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας. Την έρευνα υπογράφει ο Τιμόθεος Ρέκκας, πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Master of Science (MSc) στην «Οικονομική Πολιτική κι Εφαρμοσμένη Οικονομική» από τη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύμφωνα με την έρευνα: • Γενικότερα, οι ΜΜΕ παρουσιάζουν ορισμένα κοινά προβλήματα με χαρακτηριστικότερα την υψηλή φορολόγηση, την έλλειψη ρευστότητας, τη γραφειοκρατία, το χαμηλό βαθμό πρόσβασης σε χρηματοδότηση στα οποία προστέθηκαν πρόσφατα μετά την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, το υψηλό ενεργειακό κόστος και το κόστος βασικών πρώτων υλών. • Η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί επίσης το σημαντικότερο πρόβλημα που ντιμετωπίζουν επιχειρήσεις οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε κλάδους που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα πολύ μικρών επιχειρήσεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους κλάδους της χειροτεχνίας και της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας οι οποίοι έχουν χαμηλή πρόσβαση σε χρηματοδότηση • Στην ανάλυση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα πενιχρά αποτελέσματα των χρηματοδοτικών εργαλείων. Ενδεικτικά επισημαίνεται πως σε ό,τι αφορά τα χρηματοδοτικά εργαλεία που σχεδιάσθηκαν με πόρους του ΕΠΑνΕΚ, μόλις το 2,8% των ελληνικών ΜμΕ κατόρθωσε να έχει πρόσβαση στις δράσεις διευκόλυνσης της χρηματοδότησης του ΤΕΠΙΧ ΙΙ. Επισημαίνεται ότι το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε λαμβάνοντας υπόψη πως η συντριπτική πλειονότητα των δανείων του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και συγκεκριμένα το 91% χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των ειδικών δράσεων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας του ιού Covid-19. • Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη συγκεκριμένη έρευνα προκύπτει ότι 7 στις 10 ΜΜΕ δεν έχουν καθόλου πρόσβαση σε χρηματοδότηση (στις πολύ μικρές επιχειρήσεις το ποσοστό ανέρχεται ακόμη υψηλότερα σε 84%), στηρίζονται αποκλειστικά σε ίδια κεφάλαια για την χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους κι έχουν υψηλό φόβο απόρριψης της αίτησής τους για δάνειο ή επιλέγουν άλλους τρόπους που δημιουργούν περαιτέρω υποχρεώσεις σε τρίτους . • Το γεγονός αυτό, συνδέεται άμεσα με την πολιτική των τραπεζικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και τα οποία επιλέγουν τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων που πληρούν τα αυστηρά τραπεζικά κριτήρια ή μπορούν να παρέχουν τις ζητούμενες από τις τράπεζες εξασφαλίσεις. Το αποτέλεσμα είναι η ελλιπής χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας, ακόμα και νέων επιχειρήσεων με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, οι οποίες είναι σύνηθες να μην έχουν αξιόπιστο ιστορικό χρηματοοικονομικών στοιχείων και αδυναμία παροχής εξασφαλίσεων και τελικά, η χρηματοδότηση των λεγόμενων “bankable” επιχειρήσεων, οι οποίες όμως, ούτως ή άλλως, έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια • Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ (2022) τα νέα δάνεια προς ΜΜΕ αυξήθηκαν μεν το 2020 κατά 1,7 φορές σε σχέση με το 2019, ως αποτέλεσμα της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής με τη χορήγηση εγγυήσεων και δανείων με ευνοϊκούς όρους προς τις επιχειρήσεις που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα, όπως και στο σύνολο των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, ο συγκεκριμένος δείκτης (νέα δάνεια προς ΜΜΕ) συνέχισε να κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση και την επίσημη είσοδο της χώρας στη μνημονιακή εποχή το 2010, καθώς μειώθηκε κατά 1,2 φορές σε σχέση με το 2009. Επίσης, το ανεξόφλητο απόθεμα δανείων προς ΜΜΕ συνέχισε να μειώνεται για έκτη συνεχόμενη χρονιά μετά το 2014 κατά 30%. Παράλληλα, το μέσο επιτόκιο δανεισμού προς ΜΜΕ, παρόλο που συνέχισε να μειώνεται για όγδοη συνεχόμενη χρονιά μετά το 2012 (6,87%) και διαμορφώθηκε σε 3,9%, εξακολουθεί να είναι από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ-27 και τη ζώνη του ευρώ, ενώ το spread μεταξύ του μέσου επιτοκίου δανεισμού προς ΜΜΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων αυξήθηκε σε 1,1% το 2021, καθώς το μέσο επιτόκιο δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων διαμορφώθηκε το ίδιο έτος σε 2,8%. Σύμφωνα δε με την έρευνα SAFE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα παρουσιάζει διαχρονικά από τα χρόνια της κρίσης υψηλά ποσοστά ΜΜΕ που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, καθώς και το υψηλότερο ποσοστό φόβου απόρριψης αίτησης για τη χορήγηση δανείου μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Μεταξύ άλλων, τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν το ιδιαίτερα σημαντικό και διαχρονικό πρόβλημα πρόσβασης των ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σε χρηματοδότηση. Εξίσου σημαντικά ζητήματα αποτελούν η ελλιπής πληροφόρηση των ΜΜΕ γύρω από τις δυνατότητες που παρέχουν τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα/ δράσεις και τα χρηματοδοτικά εργαλεία, κάτι που διαφέρει μάλιστα, τόσο με βάση το μέγεθος των επιχειρήσεων, όσο και μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς τομείς, η έλλειψη επαρκών γνώσεων των ΜΜΕ γύρω από χρηματοοικονομικά θέματα (financial literacy) το οποίο επηρεάζει σημαντικά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη λήψη εξωτερικής χρηματοδότησης και τη μορφή αυτής, καθώς και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που παρατηρούνται στην ελληνική περίπτωση τόσο σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, όσο και σε σύγκριση με άλλες χώρες».
Πλ. Μαρλαφέκας: « Λίγες επιχειρήσεις με τραπεζικό προφίλ»
Όπως αναφέρει στον «Σ.Ε.» ο Πλάτωνας Μαρλαφέκας, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Αχαΐας: «Είναι γεγονός ότι τραπεζικό προφίλ με την στενή έννοια είναι ελάχιστες οι εταιρείες εκείνες που το έχουν. Θα έλεγα είναι κάτω από το 20%. Εκ των πραγμάτων με αυτό το δεδομένο οι συνθήκες που διαμορφώνονται είναι δύσκολες. Από την άλλη μεριά, επειδή έχουν χαθεί πάρα πολλά χρήματα, πρέπει αντίστοιχα και οι επιχειρήσεις να είναι συνεπείς προκειμένου να είναι φερέγγυες με τα δάνειά τους. Η χρηματοδότηση είναι ένα ζήτημα που υφίσταται και θα πρέπει να το δούμε σφαιρικά για τις επιχειρήσεις».
«Οι δυσκολίες στον τραπεζικό δανεισμό και πώς θα τις ξεπεράσουμε»
Από την πλευρά του ο Αντιπέριφερειάρχης Επιχειρηματικότητας Φωκίωνας Ζαΐμης αναφέρει ότι: «Οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν πρόσβαση στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα ανεξάρτητα του εάν έχουν κόκκινο δάνειο ή όχι. Εάν τα προγράμματα είναι μέσω Υπουργείου, στην πληρωμή θα απαιτηθεί ασφαλιστική ενημερότητα και για ποσά άνω των 1500 ευρώ υπάρχει και απαίτηση φορολογικής ενημερότητας. Οπότε οι επιχειρήσεις που δεν έχουν καθόλου ενημερότητα θα έχουν πρόβλημα». Όπως σημειώνει επίσης ο κ. Ζαϊμης, στα ανταγωνιστικά προγράμματα που υλοποιούνται απευθείας από τις Βρυξέλες δεν υπάρχουν τέτοιες απαιτήσεις. «Από εκεί και πέρα εάν θα μπορέσεις να τρέξεις το πρόγραμμα με ίδια κεφάλαια, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το μεγάλο ζητούμενο είναι εάν θα χρειαστείς δάνειο, οπότε η πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα είναι περιορισμένη. Εμείς ως Περιφέρεια έχουμε λάβει την απόφαση, την οποία έχουμε εφαρμόσει σε κάποια προγράμματα και όχι όλα, να μπορέσουμε να κάνουμε μια σύμβαση με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ώστε στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα να μπορούνε να ενταχθούν οι επιχειρήσεις με την εγγύησή του συγκεκριμένου Ταμείου. Ακολούθως το Ταμείο θα μπορεί να εισπράττει την επιδότηση και να πληρώνει τα έξοδα, κάνοντας οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους εκχώρηση της επιδότησης στην τράπεζα με εγγύηση το ίδιο το πρόγραμμα. Πιστεύω το τραπεζικό σύστημα πρέπει να αλλάξει τουλάχιστον στα ευρωπαϊκά προγράμματα και να είναι πιο ευέλικτο» αναφέρει ο κ. Ζαΐμης. Η δυνατότητα εκχώρησης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υφίσταται σε κάποια προγράμματα και μένει να επεκταθεί και σε άλλα. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προηγηθεί ένας σημαντικός διάλογος για τα ευρωπαϊκά προγράμματα ώστε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων να μπει ως εγγυητής έναντι της Τράπεζας. «Αν εκχωρήσει η Τράπεζα την επιδότηση και αυτή πληρώνει τις απαιτήσεις του έργου στους προμηθευτές και μετά κάνει την έκθεση για να εισπράξει την επιδότηση, το ρίσκο είναι πάρα πολύ χαμηλό» επισημαίνει ο κ. Ζαΐμης και εξηγεί ότι το ρίσκο είναι περισσότερο λογιστικό παρά πραγματικό.
Δ. Νικολακόπουλος: «Δεν μας δέχονται οι τράπεζες»
Από την πλευρά του ο Δημήτρης Νικολακόπουλος, Πρόεδρος της ΟΕΒΕΣΝΑ αναφέρει ότι: «Δεν μπορεί να υπάρξει πρόσβαση των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση γιατί το τραπεζικό σύστημα δεν μας δέχεται καν. Ο λόγος είναι ότι υπάρχουν δανεισμοί από παλιά που δεν εξυπηρετούνται, δεν υπάρχει ασφαλιστική ενημερότητα, οπότε είναι πολύ δύσκολο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να μπουν σε αυτά τα προγράμματα. Τα ακούμε τα προγράμματα και δεν τα βλέπουμε καθώς είναι για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αυτές που έχουν αντέξει και έχουν κεφάλαια δικά τους και σίγουρα έχουν μια καλύτερη πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Θα έλεγα ξεκάθαρα ότι οι τράπεζες δεν θέλουν τις μικρές επιχειρήσεις. Μας θέλουν μόνο για να προμηθευόμαστε τα pos και να χρησιμοποιούν τα δικά μας χρήματα για να κερδίζουν». Κατά τον κ. Νικολακόπουλο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πάντα επιδίωκαν να έχουν σχέσεις με μια τράπεζα που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες τους, όπως για παράδειγμα μια συνεταιριστική τράπεζα. Ο λόγος είναι ότι οι συστημικές τράπεζες δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους.
Οι μικρές επιχειρήσεις και η χρηματοδότηση
Ο Αθανάσιος Κατής, σύμβουλος επιχειρήσεων ανέφερε σχετικά με τη μελέτη της ΓΣΕΒΕΕ: Η μελέτη δείχνει ότι οι κοινοτικοί κανονισμοί, δεν βοηθούν στο σχεδιασμό των προγραμμάτων αφού, πολλές φορές, δεν συνάδουν με τις εθνικές προτεραιότητες, όπου και αν υπάρχουν, αλλά κυρίως με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Και ενώ η χώρα έχει περάσει κρίσεις (οικονομικές, υγειονομικές, καυσίμων-ενέργειας, εκτίναξη των τιμών και του πληθωρισμού, πολλές ως απότοκες του πολέμου στην Ουκρανία), σήμερα με την έναρξη του επόμενου κοινοτικού πλαισίου αλλά και των περίφημων 13 καθεστώτων του αναπτυξιακού νόμου, επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη. Με τις πρώτες προκηρύξεις φαίνεται ότι το υπουργείο ακολουθεί την πορεία της πολυδιάσπασης των προγραμμάτων αλλά και της διαφορετικής μεταχείρισης των επιχειρήσεων στον τομέα των ποσοστών επιδοτήσεων. Για παράδειγμα το πρόγραμμα ΕΞΥΠΝΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ, του Ταμείου Ανάκαμψης, επιδοτεί με 75% επενδύσεις μέχρι 6.000.000 € αλλά δίνει 2.500 € δαπάνη για την παρακολούθηση του έργου από το σύμβουλο διαχείρισης. Την ίδια στιγμή τα δύο προγράμματα (αλήθεια γιατί δύο;) της ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ επιδοτούν με 40% παρόμοιες επενδύσεις αλλά στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να εγκαταστήσουν μέχρι 10 KW φωτοβολταϊκά και παράλληλα συστήματα αποθήκευσης που διπλασιάζει σχεδόν το κόστος της εγκατάστασης και άρα δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για το σύνολο των παραγωγικών κυρίων επιχειρήσεων αφού το ερώτημα των επιχειρηματιών είναι: μπορεί να είναι κίνητρο αυτό για παραγωγικές επιχειρήσεις που έχουν εγκατεστημένη ισχύ εκατοντάδων kw; Όμως το ίδιο πρόγραμμα είναι γαλαντόμο αφού οι σύμβουλοι παρακολούθησης των έργων μπορούν να αμείβονται μέχρι 25.000 € για έργο ενός εκατομμυρίου. Τα δύο παραπάνω προγράμματα εκπορεύονται από το ίδιο υπουργείο και το ένα δίνει στους συμβούλους 2.500 € για επενδύσεις μέχρι έξι εκ € και το δεύτερο μέχρι 25.000 € για επενδύσεις μέχρι ένα εκ. ευρώ.. Προφανώς από γραφείο σε γραφείο, στο υπουργείο, δεν υπάρχει επικοινωνία όπως μάλλον δεν υπάρχει και επαφή με την πραγματικότητα. Και αυτό τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι ενώ όλα τα τελευταία χρόνια, όλοι οι φορείς, ζητούσαν και ζητούν να υπάρξουν λίγες προκηρύξεις που κάθε μια να καλύπτει το σύνολο των αναγκών ομάδων επιχειρήσεων, συνεχίζονται οι πολλαπλές διασπάσεις των προγραμμάτων. Έτσι οι επιχειρήσεις θα είναι υποχρεωμένες και σε αυτό το κοινοτικό πλαίσιο, να υποβάλλουν πολλαπλές αιτήσεις σε διαφορετικά προγράμματα με τεράστιο γραφειοκρατικό κόστος για τις ίδιες και τους φορείς διαχείρισης των προγραμμάτων. Κι αν στα κοινοτικά χρήματα οι Έλληνες διαχειριστές έχουν σαν δικαιολογία τις απαιτήσεις της ΕΕ στον αναπτυξιακό νόμο γιατί σήμερα, 150 μέρες μετά την ολοκλήρωση των υποβολών προτάσεων, το υπουργείο περιχαρές ανακοινώνει ότι γίνεται εκπαίδευση των αξιολογητών οι οποίοι στις πρώτες 45 μέρες μετά την ολοκλήρωση υποβολής των προτάσεων, με βάση διάταξη του ίδιου του νόμου, θα έπρεπε να έχουν αξιολογηθεί και εγκριθεί τα έργα.
#pgnews
#ΔΥΤΙΚΗΕΛΛΑΔΑ