Ελαιόλαδο και φέτα, προϊόντα που βρίσκονται καθημερινά στο τραπέζι μας, είναι απλησίαστα πλέον για τους καταναλωτές. O λόγος οι αυξήσεις των τιμών, καθώς το λάδι πλέον πωλείται στα 170 ευρώ ο τενεκές, ενώ η φέτα έχει σπάσει το φράγμα των 12 ευρώ.
Του Γιώργου Ηλιόπουλου
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι οι λόγοι που το ελαιόλαδο παρουσιάζει αύξηση είναι πολλοί. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι υψηλές θερμοκρασίες και η ξηρασία στις χώρες που αποτελούν τις μεγαλύτερες παραγωγούς, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, έχουν οδηγήσει σε μειωμένη παραγωγή. Από την άλλη και στην χώρα μας η παραγωγή είναι περιορισμένη εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που επικράτησαν, οδηγώντας σε αυξήσεις τιμών. Ήδη το ράλι στην τιμή του ελαιόλαδού μέσα στον τελευταίο χρόνο είναι συνεχές ενώ η χαμηλή νέα παραγωγή εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε συνέχιση των αυξήσεων για τους καταναλωτές το επόμενο διάστημα.
Μιλώντας στον «Σ.Ε.» ο Πρόεδρος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Δυτικής Ελλάδος Aναστάσιος Τσάκωνας αναφέρει ότι: «Η τιμή του ελαιόλαδου είναι απλησίαστη, καθώς φεύγει από το ελαιοτριβείο στα 9,2 ευρώ. Θεωρώ ότι μια μέση τιμή πώλησης θα είναι τα οκτώ ευρώ, κατά μέσο όρο στην χώρα. Και πάλι όμως είναι ιδιαίτερα υψηλή και αυτό θα επιφέρει στο ράφι μια αύξηση από 13 μέχρι και 15 ευρώ, οπότε το ελαιόλαδο μετατρέπεται σε είδος πολυτελείας με αυτές τις συνθήκες που επικρατούν». Κατά τον ίδιο, οι αυξήσεις αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι η Ισπανία, μια μεγάλη παραγωγός χώρα, παρουσιάζει μείωση στο λάδι για φέτος, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στην Ιταλία. Συνεπώς υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εξαγωγές. Επιπρόσθετα και στην χώρα μας η παραγωγή είναι μειωμένη εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών που επικράτησαν. «Ήταν δύσκολη και συνεχίζει να είναι δύσκολη η χρονιά. Τον περασμένο Απρίλιο και Μαϊο, που είναι η καρπόδεση της ελιάς, είχαμε πολλές βροχές. Αυτό δεν βοήθησε στο να δέσει σωστά ο καρπός. Μέχρι τον Ιούνιο είχαμε βροχές και οι εντομολογικοί εχθροί, κυρίως ο δάκος, έκαναν την εμφάνισή τους. Το καλοκαίρι δεν είχαμε πολλούς καύσωνες ώστε να βοηθήσει όλο αυτό στο να περιοριστεί ο δάκος. Τον Σεπτέμβριο οι βροχοπτώσεις έγιναν νωρίς και υπήρχαν θερμοκρασίες που βοήθησαν στην εξάπλωσή του. Παράλληλα είχαμε και κυκλοκόνιο που είναι ένας μύκητας ο οποίος είχε εμφανιστεί και το 2019. Η ασθένεια προσβάλει κυρίως τα φύλλα προ[1]καλώντας πρόωρη φυλλόπτωση και εξασθένιση των δέντρων. Σε συνδυασμό και με την δακοπροσβολή, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα δύσκολες» εξηγεί ο κ. Τσάκωνας. Σε σχέση με την ποιότητα του λαδιού, οι απαιτήσεις δεν είναι δυστυχώς υψηλές. Αναμένονται περιορισμένες ποσότητες έξτρα παρθένου ελαιολάδου, σε αντίθεση με άλλες χρονιές. Και η ουσία είναι ότι θα είναι η ποσότητα ακριβή, όμως η ποιότητα θα είναι απλά καλή και όχι πολύ καλή, όπως για παράδείγμα πέρυσι. «Δεν θα είναι κακό λάδι. Όμως οφείλουμε να πούμε ότι οι παραγωγοί φέτος είχαν καθυστερημένα ανακλαστικά στον τρόπο που έδρασαν για τις ασθένειες.
Φέτα: Τσιμπημένες οι τιμές, μετά το νέο έτος θα διαφανεί οποιαδήποτε αύξηση
Σε ότι αφορά την φέτα, η ανησυχία εντείνεται καθώς υπάρχει πιθανότητα να ακολουθήσει αυξητική πορεία, μετά και τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, εντάθηκε εκ νέου η ανησυχία για νέες ανατιμήσεις στην ήδη αυξημένη τιμή του προϊόντος αλλά του κινδύνου ελλείψεων λόγω του αιγοπρόβειου γάλακτος το οποίο παράγεται σε σημαντική ποσότητα στην περιοχή και χρησιμοποιείται για την παρασκευή του τυριού. Σε τοπικό επίπεδο πάντως υπάρχει επάρκεια, μέχρι στιγμής και δεν υπάρχει κανένας λόγος να καταγραφούν αυξητικές τάσεις. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η αγορά αλλάζει καθημερινά, υπάρχει η πιθανότητα οι τιμές να εκτοξευθούν. Σήμερα, για παράδειγμα, η τιμή πώλησης κυμαίνεται στα 11 με 13 ευρώ το κιλό, ανάλογα το είδος και εκφράζονται φόβοι ότι θα καταγραφεί αύξηση μέχρι και 15 ευρώ τους επόμενους μήνες. Σε ότι αφορά την φέτα Καλαβρύτων, δεν υπάρχουν λόγοι για να αυξηθεί η τιμή, όμως συνολικά το προϊόν ενδεχομένως να δεχτεί αυξήσεις εξαιτίας των ελλείψεων που θα παρουσιαστούν τους επόμενους μήνες. Η Θεσσαλία αλλά και ο Έβρος αποτελούσαν περιοχές που τροφοδοτούσαν την χώρα με μεγάλες ποσότητες γάλακτος. Μέχρι στιγμής υπάρχει επάρκεια όμως από το νέο έτος τα αποθεματικά θα στερέψουν και τότε είναι που θα φανούν οι ελλείψεις. Ειδικότερα, το πρόβλημα που αναμένεται να παρουσιαστεί, αφορά στην παραγωγή του αιγοπρόβειου γάλακτος, με την απώλεια, λόγω των καταστροφών να υπολογίζεται περίπου στο 18% του συνόλου. Ωστόσο, το ακριβές μέγεθος της καταστροφής στη ζωική παραγωγή δεν είναι ακόμα σαφές, καθώς πολλά ζώα μπορεί να σώθηκαν
από τις πλημμύρες, υποφέρουν ωστόσο από αρρώστιες ή είναι υποσιτισμένα μετά τις καταστροφές. Ακόμη ένα ζήτημα που προ[1]κύπτει, αφορά στις εξαγωγές της φέτας – οι οποίες αποτελούν το 65% του συνόλου – και τα συμβόλαια που θα πρέπει να τηρηθούν το επόμενο διάστημα, παρά τη μειωμένη παραγωγή.
«Η αισχροκέρδεια κάνει πάρτι!»
Από την πλευρά του ο Γιώργος Λεχουρίτης, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών θεωρεί ιδιαίτερα στρεβλή την εικόνα που έχει δημιουργηθεί, η οποία δεν δικαιολογείται πάντως από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην αγορά. Μιλώντας στον «Σ.Ε.» τονίζει ότι: « Με βάση τα δεδομένα που έχουμε το δοχείο λάδι των 17 κιλών, ενώ πέρυσι κόστιζε από 80 μέχρι και 100 ευρώ, φέτος έχει εκτοξευθεί στα 170 ευρώ! Σημειώστε ότι δεν βρίσκει κανείς και παρακαλάνε οι καταναλωτές για λάδι. Οι τιμές της φωτεινής σοδιάς θα ξεπεράσουν το 18 ευρώ το λίτρο στη λιανική. Τα πράγματα θα είναι εξαιρετικά δύσκολα μέχρι «τρόμου» θα λέγαμε. Θα είναι ένα είδος ιδιαίτερα ακριβό, όπως η φέτα και γενικότερα τα γαλακτοκομικά και άλλα προϊόντα». Στο ελαιοτριβείο η τιμή πώλησης του ελαιολάδου κυμαίνεται από 8 εώς 10 ευρώ το λίτρο και ακολούθως στο εμπόριο η τιμή θα κυμανθεί στα 17 ευρώ το λίτρο. Πέρυσι, η τιμή αγοράς στο ελαιοτριβείο ήταν μέ[1]χρι 5 ευρώ. Κατά τον κ. Λεχουρίτη, η κατάσταση δεν συνάδει με το παραγωγικό προφίλ της χώρας μας, η οποία είναι από τις πιο παραγωγικές στον τομέα του ελαιολάδου. « Το εμπόριο λειτουργεί με βάση το κέρδος. Όταν δεν υπάρχει περιορισμός και φραγμός, κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να θησαυρίσουν. Οι κανόνες της αγοράς είναι τέτοιοι που έχουμε δει εκτόξευση των τιμών σε όλα τα προϊόντα, γιατί κάποιοι έχουν την δυνατότητα να το κάνουν. Το πρόσχημα για το λάδι είναι ότι δήθεν δεν υπάρχει παραγωγή, τα μεροκάματα είναι ακριβά, υπάρχει ζήτηση που δεν μπορεί να καλυφθεί και ουσιαστικά προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι πρέπει να το πληρώσουν τόσο ακριβά. Είναι ένα καλά στημένο παιχνίδι» αναφέρει ο κ. Λεχουρίτης. Επίσης ο ίδιος δεν θεωρεί ότι υπάρχουν λόγοι ανατίμησης της φέτας και άλλων προϊόντων εξαιτίας της έλλειψης γάλακτος και άλλων προϊόντων από τον Θεσσαλικό κάμπο. «Υπάρχουν σύμμαχοι στην αισχροκέρδεια, επειδή όπως ανέφερα δεν γίνονται έλεγχοι. Σε σχέση πάντως και με την φέτα, πιστεύω ότι τελικά η τιμή της θα συγκρατηθεί και αυτό πιστεύω ότι θα γίνει διότι το ελαιόλαδο είναι εκείνο που καίει αυτή τη στιγμή τα νοικοκυριά περισσότερο. Οι έμποροι θα βγάλουν μεγαλύτερο κέρδος από το λάδι και ως αντιστάθμισμα, για να μην υπάρξει και κοινωνική κατακραυγή, θα κρατήσουν την τιμή της φέτας στα σημερινά επίπεδα που δεν είναι και χαμηλά» αναφέρει ο κ. Λεχουρίτης. Για το ενδεχόμενο ανατιμήσεων άλλων προϊόντων, όπως το κρέας, ο ίδιος σημειώνει ότι ήδη είναι αυξημένες οι τιμές. Το αρνί ήδη πωλείται στα 13,5 ευρώ το κιλό, το χοιρινό έχει φθάσει τα 9 ευρώ το κιλό και το ελληνικό μοσχάρι, ανάλογα με το πόσο μεγάλο είναι το ζώο, κυμαίνεται στα 13 με 15 ευρώ το κιλό. «Η κατανάλωση κρέατος έχει μειωθεί οπότε δεν θα υπάρξει και άλλη αύξηση τιμών. Εάν, όπως προανέφερα, το λάδι δεν είχε αυξηθεί, να είστε σίγουρος ότι σήμερα θα βλέπαμε τη φέτα στα 15 ευρώ!» εξηγεί ο κ. Λεχουρίτης. Σε σχέση με την αισχροκέρδεια, ο ίδιος τονίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση είναι ανύπαρκτα. «Απλά εξαγγέλλονται κάποιες πρωτοβουλίες, ότι δήθεν θα παραμείνουν σταθερές οι τιμές σε μια σειρά από προϊόντα και απλά ο κόσμος πληρώνει ιδιαίτερα ακριβά τα πάντα» καταλήγει ο κ. Λεχουρίτης