Μπορεί σε μια πρώτη ανάγνωση οι έννοιες της ανταγωνιστικότητας και της συνεργασίας στην οικονομία να μοιάζουν ασύμβατες και να συγκρούονται. Όμως μια πιο σύγχρονη και πιο προσεκτική εμβάθυνση δείχνει πως είναι έννοιες αλληλένδετες.
Πλέον η συνεργασία είναι απαραίτητη προϋπόθεση στην ελληνική επιχειρηματικότητα για να επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα, η εξωστρέφεια και σε τελική ανάλυση και η ανάπτυξη.
Τα αριθμητικά δεδομένα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και παραγωγής πλούτου διαμορφώνουν μια αμείλικτη πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούμε να αγνοούμε και να προσποιούμαστε ότι δεν τη βλέπουμε.
Το παγκόσμιο ΑΕΠ κυμαίνεται στα 100 τρις. δολάρια, εκ των οποίων το 40% παράγουν αθροιστικά οι ΗΠΑ και η Κίνα. Αυτό σημαίνει ότι τόσο οι αμερικανικές όσο και οι κινεζικές επιχειρήσεις πρωταγωνιστούν στην ανάπτυξη και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Είναι προφανές ότι κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν προσεγγίζει αυτούς τους αριθμούς.
Το πρόβλημα είναι ακόμα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαία οικονομική οντότητα εμφανίζει μειωμένο ποσοστό συνεισφοράς στον παγκόσμιο πλούτο, αφού κυμαίνεται στο 18% από 25% το 2008. Οι προβλέψεις για το μέλλον φέρνουν την Κίνα και την Ινδία σε κυρίαρχο ρόλο, αφού θα αντιπροσωπεύουν το 2037 το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία θα έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό αρκετά κάτω από το 20%.
Αναφέρω αυτά τα δεδομένα για να καταδείξω την ανάγκη συγκρότησης ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων στην Ελλάδα, τα οποία θα προκύψουν μέσα από συνέργειες και διαμόρφωση μεγάλης κλίμακας παραγωγής και παρεχόμενων υπηρεσιών. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με τον κατακερματισμό.
Αν δούμε τι συμβαίνει στην περιοχή μας, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν ανισότητες και εμπόδια που σχετίζονται με το μικρό μέγεθος των τοπικών μονάδων. Άρα πρέπει να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι η συνεργασία σημαίνει ισχύς και δύναμη. Η αύξηση των επιχειρηματικών μεγεθών θα είναι πολλαπλά ωφέλιμη διότι θα βελτιώσει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα, θα αυξήσει τη διαπραγματευτική ισχύ στις διαπραγματεύσεις, θα δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας και θα μειώσει το κόστος λειτουργίας, μετατρέποντας έτσι την επιχειρηματικότητα σε υπολογίσιμο παίκτη στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά.
Η έννοια της συνεργασίας όμως δεν περιορίζεται στο επιχειρηματικό πεδίο. Η σύγχρονη και προοδευτική αντίληψη έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη σύνδεση με την πανεπιστημιακή κοινότητα και γενικότερα το ακαδημαϊκό περιβάλλον. Μετά την πανδημία και την ταχεία ψηφιακή εξέλιξη και στην Ελλάδα, διαμορφώνονται ευνοϊκότερες συνθήκες για μια στενή και αποτελεσματική συνεργασία του επιχειρείν με τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλέσει έκρηξη στην καινοτομία και την ανάπτυξη, διότι αφενός θα δώσει στις επιχειρήσεις πρόσβαση σε σύγχρονη γνώση και υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό και αφετέρου θα προσφέρει σε νέους επιστήμονες ελκυστική επαγγελματική αποκατάσταση και πόρους για έρευνα και περαιτέρω εξέλιξη.
Με αυτή τη συνεργασία λοιπόν, θα συγκρατήσουμε τη δημογραφική μας «αιμορραγία» στο εξωτερικό, θα δημιουργήσουμε βιώσιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, διαμορφώνοντας προοπτικές υψηλής ποιότητας ζωής για τους συμπολίτες μας και ιδιαίτερα τους νέους επιστήμονες και παροχής μοντέρνων υπηρεσιών και προϊόντων στο καταναλωτικό κοινό της ελληνικής περιφέρειας.
Ο θεσμός του Οικονομικού Επιμελητηρίου Δυτικής Ελλάδας και Βορειοδυτικής Ελλάδας πρωταγωνιστεί σε αυτές τις εξελίξεις, καθώς είναι πυλώνας συνεργασίας, καινοτομίας και παραγωγής σύγχρονης γνώσης, καθώς στελεχώνεται από επιστήμονες άρτια καταρτισμένους. Στόχος μας είναι να διευρύνουμε στην πράξη τη συνεργασία σε κάθε επίπεδο για να συμβάλουμε στη βιώσιμη ανάπτυξη, που θα μειώνει τις ανισότητες, θα περιορίζει τη δημογραφική συρρίκνωση και θα μετατρέψει τη Δυτική Ελλάδα σε τόπο ευημερίας και παραγωγικότητας.
* Άρθρο του Γιώργου Παππά, Προέδρου Οικονομικού Επιμελητηρίου Τμήμα Β/Δ Πελοποννήσου & Δυτ. Ελλάδος