«Η βελτίωση της απονομής της Δικαιοσύνης μέσα από το δημόσιο διάλογο» ήταν το θέμα που αναπτύχθηκε κατά την εκδήλωση του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 26ου Forum Ανάπτυξης 2023.
Οι ομιλητές ανέδειξαν πολύπλευρα το ζήτημα της επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης. Παρουσιάστηκαν οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή, τέθηκε το ζήτημα της χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης στη δικαιοσύνη αλλά και ο νέος Δικαστικός Χάρτης που ετοιμάζεται.
Στην έναρξη της εκδήλωσης ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών Αθανάσιος Ζούπας, ο οποίος συντόνισε τη συζήτηση, επισήμανε την ανάγκη για ταχεία απονομή, αλλά και ορθή εφαρμογή της Δικαιοσύνης.
«Για την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου, για μια δίκαιη δίκη μέσα στην οποία εμπεριέχεται και το στοιχείο της ταχύτητας, πρέπει να συνεργαστούν σε επίπεδο θεσμικό οι φορείς, οι δικηγόροι, οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι δικαστικοί υπάλληλοι, σε πολλά ζητήματα, για να ξεπεράσουν διάφορους σκοπέλους και να επιτύχουν την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και ορθή εφαρμογή της δικαιοσύνης. Αυτό που πάντα λέμε είναι ότι, η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν μπορεί να είναι ποτέ σε βάρος της ποιότητας. Δεν μπορεί να ζητάμε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης σε βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών. Αυτά πρέπει να προασπιστούν πρώτα.
Θέλουμε μια επιτάχυνση που να προασπίζει τα δικαιώματα των πολιτών και όχι να τα συρρικνώνει».
Ο Πάνος Αλεξανδρής, γενικός γραμματέας Υπουργείου Δικαιοσύνης στάθηκε στα χρονίζοντα προβλήματα στον χώρο της Δικαιοσύνης, αλλά και στα βήματα βελτίωσης που όπως είπε έχουν γίνει. «Η απονομή της Δικαιοσύνης είναι πολύ δύσκολο στοίχημα και έχει περάσει από διαφορετικές φάσεις. Ιστορικά στη χώρα δεν ευδοκίμησαν οι συνθήκες Δικαιοσύνης όπως θα θέλαμε, γιατί η Ελλάδα είναι σε μια γωνιά της Γης που γεωπολιτικά έχει περάσει τα πάντα. Είναι μια χώρα που έχει δοκιμαστεί ως κέντρο πολέμων, πέρασε ένα εμφύλιο και δικτατορίες. Όλα αυτά είναι τραυματικά στην πορεία ενός Έθνους και εν τέλει εκφράζονται σε όλες τις πτυχές λειτουργίας, μεταξύ των οποίων και η Δικαιοσύνη. Άλλο είναι να έχεις έναν αδιατάρακτο Δημόσιο Βίο και τελείως διαφορετικά να περνάς ανάμεσα από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη».
Τόνισε ωστόσο πως στη χώρα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο πολλά πράγματα λέγοντας χαρακτηριστικά πως «η χώρα στην οποία γεννήθηκα το 1960 δεν έχει καμία σχέση με το 2023 και αναφέρομαι και στη Δικαιοσύνη».
Ως προς το κτιριακό αναφέρθηκε στις ενέργειες που γίνονται για την αντιμετώπιση προβλημάτων που έρχονται είτε από το πιο μακρινό είτε από το πιο πρόσφατο παρελθόν, κι έκανε λόγο για σωρευτικά προβλήματα «γιατί πολλά πράγματα δεν μπήκαν σε έναν ορθολογισμό πολιτικής. Άρχισαν να μπαίνουν μετά το 2019». Στο πλαίσιο αυτό ανέφερε το κτιριακό στο πρόγραμμα για την κατασκευή Δικαστικών Μεγάρων μέσω ΣΔΙΤ (σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ύψους 700 εκ. ευρώ, για το οποίο υπογράμμισε ότι δεν είναι εύκολο στοίχημα, καθώς πρέπει να είναι ελκυστικό.
Μια ακόμα παράμετρος που ανέδειξε για τα κτιριακά είναι η σκέψη «για την αλλαγή της φυσιογνωμίας του ΤΑΧΔΙΚ (Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων), ώστε να γίνει μια τελείως διαφορετική δημόσια εταιρεία που να μπορεί η ίδια να ασχολείται με τα κτίρια και το management των κτιρίων και να φύγει αυτό το απεχθές έργο από τους Έλληνες δικαστές».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε το ζήτημα του Δικαστικού Χάρτη που θα πάει στη Βουλή και θα τεθεί και σε διαβούλευση. «Δεν είναι ακόμα βέβαιο για το πώς θα είναι διότι και οι προτάσεις εκείνων που εισηγούνται είναι διαφορετικές. Απαντάμε σε τρία διαφορετικά σενάρια. Όχι μόνο στο σενάριο που έχει ακουστεί περισσότερο για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, μαζί δηλαδή Ειρηνοδικεία και Πρωτοδικεία στον πρώτο βαθμό».
Αποκάλυψε πως «υπάρχει σκέψη για ένα Πρωτοδικείο ανά νομό χωρίς αυτό να επιφέρει την κατάργηση των υπόλοιπων. Θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως μεταβατικά Πρωτοδικεία στα οποία θα γίνεται και εκδίκαση υποθέσεων».
Για τις κενές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων είπε πως είναι 3.500 και αναφέρθηκε στην πρόσληψη 500 ατόμων.
Στις μορφές του Δημοσίου Διαλόγου που μπορούν να συντελέσουν στη βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης επικεντρώθηκε ο Παναγιώτης Δανιάς, πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Εφέτης Δ.Δ. για να επισημάνει κλείνοντας ότι «ο δημόσιος διάλογος, για να συντελεί στην βελτίωση της απονομής της Δικαιοσύνης, πρέπει να είναι δομημένος, δηλαδή να εκφέρεται από τους πολίτες και τους φορείς με μετριοπάθεια, χωρίς προσωπικές αιχμές, με ελεύθερη, όμως, κριτική στη λειτουργία των Δικαστηρίων και των Δικαστών και, κατά το δυνατόν, με διατύπωση προτάσεων για την βελτίωση της κατάστασης».
Ο Ευάγγελος Μπακέλας, Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Εισαγγελέας Εφετών υπογράμμισε ότι «η Δικαιοσύνη δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο θα ήθελαν οι πολίτες και εμείς που την υπηρετούμε. Διαχρονικό αίτημα όλων αποτελεί η επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης». Χαρακτηριστικά επισήμανε ότι η καθυστερημένη απονομή της Δικαιοσύνης ισοδυναμεί με τη μη απονομή της.
Χαρακτήρισε τα προβλήματα στη Δικαιοσύνη διαχρονικά και ως προς τις συνθήκες που επιφέρουν την καθυστέρηση στην απονομή της ανέφερε κυρίως, «τις συνεχείς νομοθετικές μεταβολές, την έλλειψη δικαστικών υπαλλήλων, την έλλειψη σύγχρονων υποδομών, την ελλιπή χρηματοδότηση των δικαστικών υπηρεσιών, την παντελή σχεδόν έλλειψη αποτελεσματικών μέτρων ασφαλείας και φύλαξης των δικαστικών υπηρεσιών».
Για παράδειγμα είπε πως ΜΟΔ συνεδριάζουν σε ισόγειες αίθουσες καταστημάτων στην επαρχία, ενώ «την τελευταία διετία, μετά την αιφνιδιαστική κατάργηση της μεταφραστικής υπηρεσίας του ΥΠ.ΕΞ, υπάρχει τεράστια δυσκολία ακόμα και στη μετάφραση δικαστικών εγγράφων», ενώ κατέθεσε προτάσεις για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης.
Από την πλευρά του ο Ηλίας Κλάπας, πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και μέλος του Προεδρείου της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος ανέδειξε το ζήτημα της Τεχνητής Νοημοσύνης.
«H Τ.Ν. δεν δημιουργεί σκέψη, αλλά παράγει αποφάσεις με βάση έναν συγκεκριμένο προγραμματισμό και συγκεκριμένες οδηγίες και διατηρεί μια αυτονομία στη λειτουργία και στον τρόπο εκμάθησης. Υποστήριξε ότι η Τ.Ν. «λειτουργεί ως ένα μαύρο κουτί» που καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα με κριτήρια που δεν είναι διαφανή καθώς δεν υπάρχει αιτιολογία και δεν προκύπτουν κατά τρόπο ευκρινή τα κριτήρια και η διαδικασία για την έκδοση συγκεκριμένου αποτελέσματος. Διευκρίνισε ότι «το βασικό δεν είναι να αρνηθούμε την τεχνολογική εξέλιξη. Το βασικό είναι να δούμε πού θα βάλουμε τα όρια. Η τεχνολογία είναι αποδεκτή για τη δικαιοσύνη. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι αποδεκτή και σε ποιο βαθμό;
Είναι αποδεκτή να αντικαταστήσει τον δικαστή; Είναι αποδεκτή ως εργαλείο υποβοηθητικό; Ποιος θα βάλει τις προδιαγραφές; Αυτή τη στιγμή τρέχουν δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες. Μία σε επίπεδο κανονισμού της ΕΕ και μία σε επίπεδο σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πρέπει να εμπλακούμε». Τέλος υπογράμμισε την ανάγκη υιοθέτησης νομοθετικού ρυθμιστικού πλαισίου.