Του Τάσου Τσάκωνα, Γεωπόνου Msc, Προέδρου παραρτήματος ΓΕΩΤΕΕ Πελοποννήσου και Δυτ.Στερεάς Ελλάδας
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) είναι η μόνη κοινή πολιτική που ασκείται στα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δαπανάται για αυτή ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού της Ένωσης. Διαχρονικά έχει ως σκοπό να ενισχύσει το εισόδημα και την οικονομική βιωσιμότητα των αγροτών.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι δύο πρόσφατες κρίσεις (η υγειονομική λόγω covid και η ενεργειακή λόγω του πολέμου στην Ουκρανία), ξαναέφερε στην Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας, την ανάγκη για αυτάρκεια στην παραγωγή τροφίμων. Η αναθεώρηση της ΚΑΠ (μετά και το Brexit) είχε να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις προκλήσεις οι οποίες σε συνδυασμό και με την πράσινη συμφωνία έκαναν την ¨εξίσωση¨ της αναθεώρησης αρκετά δύσκολη.
Δυστυχώς όμως, όπως απέδειξαν και οι κινητοποιήσεις των αγροτών και κτηνοτρόφων σε όλη την Ευρώπη τον χειμώνα που μας πέρασε, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δεν μπόρεσε να αφουγκραστεί τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων του πρωτογενούς τομέα με αποτέλεσμα τον αναβρασμό που ακολούθησε.
Υπό το βάρος των κινητοποιήσεων προσπάθησαν να προσεγγίσουν και πάλι όλα εκείνα τα σημεία της ΚΑΠ που θα μπορούσαν να διορθωθούν, με πραγματικό στόχο των κατευνασμό όλων αυτών που αντιδρούσαν και όχι την ουσιαστική απάντηση στα προβλήματα του αγροτικού κόσμου.
Η χώρα μας δεν καινοτόμησε και δεν άλλαξε ουσιαστικά την προσέγγιση στην αναθεώρηση της τελευταίας ΚΑΠ. Τα 19,4 δις ευρώ για το 2023-2027 μπορεί να είναι σχεδόν τα ίδια χρήματα με το προηγούμενο διάστημα, αλλά παρότι η ευρωπαϊκή επιτροπή έδωσε στα κράτη μέλη το δικαίωμα να χαράξουν το δικό τους εθνικό σχέδιο δράσης, εμείς φανήκαμε και πάλι ανέτοιμοι και προσπαθούμε με ¨μπαλώματα ¨της τελευταίας στιγμής να σώσουμε την παρτίδα.
Αποτέλεσμα αυτών ήταν η αναστάτωση που ακολούθησε την πληρωμή της βασικής ενίσχυσης, καθώς και στην ανοιξιάτικη πληρωμή των οικολογικών σχημάτων και των συνδεδεμένων ενισχύσεων.
Από ότι φαίνεται και αυτή η αναθεώρηση, δεν μπορεί να δώσει την αναπτυξιακή ώθηση που έχει ανάγκη ο πρωτογενής τομέας της χώρα μας και αναλίσκεται στη διαχείριση των υφισταμένων καταστάσεων. Η κλιματική κρίση που έχει χτυπήσει την πόρτα μας (οι πλημμύρες στη Θεσσαλία καθώς και οι πυρκαγιές σε Ηλεία και Έβρο τα τελευταία χρόνια μας το υπενθύμισαν με τραγικό τρόπο) θα έπρεπε να είχε αλλάξει σημαντικά τον τρόπο που προσεγγίσουμε τα θέματα του πρωτογενούς τομέα.
Η ανάγκη για έργα αντιπλημμυρικής προστασίας σε πολλές περιοχές της χώρας μαζί με την ανάγκη για ορθή διαχείριση των υδάτων πρέπει να μπουν σε πρώτη προτεραιότητα, από όσους σχεδιάζουν την αγροτική πολιτική. Μαζί με την αύξηση του αγροτικού εισοδήματος θα επιτρέψει σε όσους ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα να παραμείνουν την εργασία τους αλλά και θα αποτελέσουν το κίνητρο για να εισέλθουν και άλλοι σε αυτόν τον χώρο.
Με την κατάλληλη αξιοποίηση και πόρων από το ταμείο ανάκαμψης, και παράλληλα με την κατανόηση από πλευράς των ασχολούμενων με τον πρωτογενή τομέα για την ανάγκη της δημιουργίας ομάδων παραγωγών ή συνεταιρισμών που θα έχουν ουσιαστική παρέμβαση στη διάθεση των προϊόντων και με τη βοήθεια της πολιτείας στην κατασκευή δικτύων (οδικών και επικοινωνιακών) θα μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με μια κάποια αισιοδοξία.
Διαφορετικά ο μαρασμός της υπαίθρου θα φέρει και την ουσιαστική κατάρρευση της αγροτικής παραγωγής. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές είναι μία καλή αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών του πρωτογενούς τομέα της χώρας μας και οι ασχολούμενοι με τον πρωτογενή τομέα να στείλουν στην ευρωβουλή όλους αυτούς που μπορούν να τους εκπροσωπήσουν ουσιαστικά, θα αντιλαμβάνονται τα προβλήματα και θα μπορούν να προτείνουν τις βέλτιστες λύσεις.