Ένα μουσικό ταξίδι από το λαϊκό στο έντεχνο τραγούδι απόλαυσαν όσοι παρακολούθησαν την Κυριακή το βράδυ στη συνεδρία της Πολυφωνικής Χορωδίας Πάτρας, όπου δύο συνθέτες και ένας ποιητής με τις παρεμβάσεις τους έδωσαν έναν άλλο χρώμα στη βραδιά.
Ο καλιτεχνικός διευθυντής της Πολυφωνικής Μο Σταύρος Σολωμός, προλόγισε το Ορχηστρικό Σχήμα Μουσικής Έκφρασης της «Πολυφωνικής», που διηύθυνε, ο Γιώργος Παπαγεωργίου, με λαϊκές και έντεχνες δημιουργίες, από τον Βασίλη Τσιτσάνη μέχρι το Μάνο Χατζηδάκη και τον Μίκυ Θεοδωράκη.
Ο Διονύσης Καρατζάς, ποιητής, λογοτέχνης, φιλόλογος στην παρέμβασή του τόνισε ότι: «Πολύ συζήτηση γίνεται στους πολιτικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους για το περιεχόμενο των εννοιών λαός, λαϊκότητα, λαϊκισμός από τη μια και από την άλλη λαϊκό και έντεχνο τραγούδι. Η λέξη λαός παραπέμπει σε ένα ετερόκλητο και αδιαμόρφωτο πλήθος ανθρώπων που εμπεριέχει αυθεντικά και δυναμικά στοιχεία. Η λαϊκότητα εκφράζει το γνήσιο λαϊκό στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα τους κοινούς αγώνες και τις αγωνίες και αποτελεί μοχλό βελτίωσης και προόδου. Ο λαϊκισμός μιμείται τη συμπεριφορά του λαού. Και αυτό για να τον παραπλανά, να τον κολακεύει, να τον εκμεταλλεύεται και να τον χειραγωγεί. Λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που αναπτύχθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, έχοντας τις ρίζες του στο Δημοτικό Τραγούδι, την παραδοσιακή μουσική και το ρεμπέτικο και χρησιμοποιώντας συχνά ποικίλα μουσικά στοιχεία του Βυζαντίου, της Ανατολής και της Δύσης, σε έναν διάλογο πάθους και στοχασμού. Το λαϊκό τραγούδι γονιμοποιεί τη μνήμη και το όνειρο. Σε αντιδιαστολή με το ελαφρό που διευκολύνει τη λήθη και το λαϊκίστικο που εξάπτει τα πάθη.
Το έντεχνο λαϊκό τραγούδι δεν αντιτίθεται στο άτεχνο αλλά εμπλουτίζει το λαϊκό, το λαϊκό κοίτασμα της μνήμης και του ονείρου, αξιοποιώντας τα λαϊκά και ευρωπαϊκά όργανα όπως αποτυπώνονται στα έργα που συνθέτουν δημιουργοί με μουσική παιδεία πάνω σε λαϊκές φόρμες. Η εξέλιξη του Πολιτισμού και της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας χαρακτηρίζεται από διαρκή διαδικασία μετάβασης σε νέες μορφές, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τις θρησκευτικές και ιδεολογικές απόψεις και τις αισθητικές αντιλήψεις και αναζητήσεις. Από πολύ παλιά ποίηση και μουσική συνυπήρχαν. Στους Διονυσιακούς Διθυράμβους, οι Σάτυροι, οι ακόλουθοι δηλαδή του Διονύσου, μεταμφιεσμένοι σε τράγους συμμετείχαν με ωδή- άσμα στις τραγωδίες και αυτή η συνύπαρξη λόγου και μουσικής ονομάστηκε τραγούδι. Αργότερα χωρίστηκαν ο στίχος και η νότα. Από τότε η ποίηση και η μουσική δημιούργησαν την δική τους ιστορία και διαμόρφωσαν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Δεν ξέχασαν όμως ποτέ την κοινή καταγωγή τους. Γι’ αυτό και οι λέξεις περπατούν στο ποίημα ρυθμικά και είναι πάντα έτοιμες για πτήση, όπως και οι νότες συγκρατούν στη μελωδία τη σιωπή, ανοικτή πάντα στα νοήματα. Η μελοποίηση της ποίησης είναι ένας νόστος. Επενδύοντας ο συνθέτης μουσικά τους στίχους ενός ποιήματος, προσπαθεί να δώσει στον ήχο και τον λόγο την ευκαιρία να συνυπάρξουν. Ένα άξιο ποίημα δίνει σώμα σε ό,τι δεν μπορεί να εκφραστεί. Βοηθά σε αυτό η ταυτόχρονη αφαίρεση και πύκνωση των νοημάτων και η συναισθηματική ένταση που αποτελούν τα εσωτερικά άτυπα στοιχεία της μουσικής. Γιατί και ο ποιητικός λόγος διαθέτει και τα τυπικά εσωτερικά στοιχεία της μουσικής που είναι το μέτρο, δηλαδή ο συνδυασμός τονισμένων και άτονων συλλαβών με βάση ορισμένους κανόνες. Ο ρυθμός, δηλαδή η αίσθηση αρμονίας που προκαλείται από το μέτρο και την οργάνωση του στίχου και η ομοιοκαταληξία».
Ο Λουκάς Αδαμόπουλος, Συνθέτης, Μουσικός και συνεργάτης της «Πολυφωνικής» στην τοποθέτησή του είπε : « Η μουσική πραγματικότητα στις νεότερες κοινωνίες είναι πολυσχιδής και πολυεστιακή. Tα μουσικά ιδιώματα είναι πολλά και σε συνεχή αλληλεπίδραση και αλληλοκαθορισμό με τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία, την οικονομία και τις κρατούσες ιδεολογίες, την πολιτική, την φιλοσοφία, την ηθική. Μια λεπτομερής παρουσίαση είναι ακατόρθωτη σε μια σύντομη μουσικολογική αναφορά.
Αστικό -λαϊκό τραγούδι είναι το τραγούδι που εκφράζει, αντανακλά και ικανοποιεί τον πνευματικό και υλικό βίο των κατοίκων των πόλεων. Σε αυτό περιλαμβάνονται τα παρακάτω είδη: το Σμυρνεϊκό και Πολίτικο, με τις εστουδιαντίνες από τα παράλια της Μικράς Ασίας, η Επανησιακή Καντάδα -αριέτες, σερενάτες, η Αθηναϊκή Καντάδα και το Αθηναϊκό Τραγούδι. Επίσης το ελαφρύ τραγούδι με συνθέτες όπως ο Αττίκ, ο Σπάρτακος και ο Μουζάκης. Επίσης το ρεμπέτικο του Πειραιά και το λαϊκό που τα μεταξύ τους όρια είναι δυσδιάκριτα γιατί γράφονται πολλές φορές και από τους ίδιους συνθέτες: Τσιτσάνης, Καλδάρας, Άκης Πάνου, Ζαμπέτας. Ακόμη το Αρχοντορεμπέτικο με συνθέτες όπως ο Σουγιούλ, η μουσική για επιθεώρηση και για οπερέτα με συνθέτες όπως ο Σακελαρίδης, ο Χατζηαποστόλου, αλλά και το έντεχνο λαϊκό τραγούδι με πρωτεργάτες το Μάνο Χατζηδάκη και τον Μίκυ Θεοδωράκη. Η ταξινόμηση αυτή καταδεικνύει ότι το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι δεν είναι παρά μέρος της ευρύτατης αστικολαϊκής δημιουργίας. Παρόλα αυτά μόνο αυτό θεωρείται τόσο σαν όρος όσο και σαν περιεχόμενο αστικό -λαϊκό τραγούδι. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αφενός το ελαφρύ τραγούδι θεωρείται δυτικό είδος μουσικής αλλά και ότι το ρεμπέτικο και το λαϊκό έχουν μια διαχρονικότητα που συναθροίζουν στον πυρήνα τους τον λόγο, τη μουσική και τον χορό της Αρχαίας Ελλάδας και του δημοτικού τραγουδιού αλλά και την ελεγειακή ατμόσφαιρα από τη μακρόσυρτη μελωδία του Βυζαντίου».
Ο συνθέτης Γιώργος Δίπλας από την πλευρά του αναφέρθηκε στο Μάνο Χατζηδάκη και τον Μίκη Θεοδωράκη που θεμελίωσαν την έντεχνη λαϊκή μουσική και το έντεχνο τραγούδι. Στα 50 τελευταία χρόνια η επίδραση της μουσικής, λαϊκής παράδοσης στη μουσική έμπνευση του συνθέτη ήταν καταλυτική και καθοριστική τόσο για το έργο του ιδίου όσο και το γενικότερο μουσικό γίγνεσθαι. Στα μέσα της δεκαετίας του 40 ο Μάνος Χατζηδάκης ανακαλύπτει την αλήθεια που κρύβουν τα ρεμπέτικα ή τα λαϊκά αστικά τραγούδια όπως τα ονόμασε ο ίδιος και μαγεμένος από αυτά ενσωματώνει στα έργα του ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία του συνδυάζοντας τις λαϊκές σπουδές στο πιάνο με την λαϊκή μουσική. Ο Μάνος Χατζηδάκης θέτει πρώτος τις αρχές για τη λαϊκή μουσική».