“Μέρα Μαγιού μου μίσεψες/ μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες/ κι ανέβαινες απάνω/ Στο λιακωτό και κοίταζες/ και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…”
Η Ελλάδα αποχαιρετά σήμερα μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που γέννησε. Οι Έλληνες λένε “αντίο” στην ιστορία τους, τα βάσανά τους, τα λάθη, τις ήττες, τις νίκες, τις ελπίδες, τους αγώνες τους για την ελευθερία. Αποχωρίζονται τον κατεξοχήν οικουμενικό τους καλλιτέχνη, εκείνον που έβαλε την υψηλή ποίηση την καθημερινότητά τους και ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Χάνουν τον μέγα διανοητή, το ασυμβίβαστο πνεύμα, τον λαϊκό ήρωα που ξεσήκωνε τα μεγάλα πάθη, τον επί έναν ολόκληρο αιώνα ζωντανό μύθο, το σύμβολο, τον ιδιοφυή συνθέτη. Γιατί η μετριότητα δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό του. Ο υπερθετικός βαθμός τον χαρακτήριζε απόλυτα. Έζησε στα άκρα, δημιούργησε με χειμαρρώδη τρόπο, αγάπησε με πάθος, αγαπήθηκε με ένταση. Ακόμη και οι κατά καιρούς πολέμιοί του παθιασμένοι υπήρξαν. Δεν θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς.
Γι’ αυτό, ακόμη και οι λέξεις μοιάζουν ανίκανες να περιγράψουν τις πολυάριθμες, σημαντικές και αντιφατικές συχνά πτυχές της χαρισματικής προσωπικότητάς του. Και τα λόγια είναι πολύ φτωχά για να περιγράψουν το μεγαλειώδες έργο του. Και το κενό που άφησε πίσω του όχι απλώς μεγάλο και δυσαναπλήρωτο αλλά τεράστιο και βαθύ. Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης, που έφυγε από τη ζωή στα 96 του χρόνια του, υπήρξε ένας, μοναδικός και αναντικατάστατος.
Ο όγκος του μουσικού του έργου τεράστιος: περισσότερα από 1000 τραγούδια, συμφωνικά έργα, μουσική δωματίου, καντάτες, ορατόρια, όπερες, μπαλέτα, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, στίχους, δεκάδες βιβλία… Βραβεία πολλά και διακρίσεις σημαντικές: Βραβείο Ειρήνης Λένιν, Βραβείο Bafta, υποψηφιότητες για μουσικά βραβεία Γκράμι, υποψηφιότητα για το Νόμπελ Ειρήνης, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών…Συνεργασίες μυθικές, ιστορικές: Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, Πάμπλο Νερούδα, Μάνος Χατζιδάκις, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μελίνα Μερκούρη αλλά και Μπιτλς και Εντίθ Πιαφ, και Σίρλεϊ Μπάσεϊ και Τζοάν Μπαέζ…Συναυλίες αμέτρητες: από την Κούβα μέχρι τη Ρωσία και από τη Χιλή μέχρι τον Καναδά… Οι αγώνες του για την ελευθερία: ιστορικοί.
“Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας” αποχαιρετά και ευχαριστεί τον Μίκη Θεοδωράκη. ‘Αξιος Εστί!
Μίκης: Όλα στον υπερθετικό βαθμό
«Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά/στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;/πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;»: Μια ζωή σαν παραμύθι, με νεράιδες αλλά και δράκους, με μεγάλες νίκες αλλά και σκληρά βασανιστήρια, με ταξίδια και αλλά και εξορίες, με πιστούς συντρόφους αλλά και φανατικούς πολέμιους, με συμπράξεις αλλά και συγκρούσεις, με αγάπη αλλά και μίσος, με τέχνη αλλά και πολιτική, μα πάνω απ’ όλα μια ζωή πλημμυρισμένη από μουσική.
Όλα στον υπερθετικό βαθμό! Γιατί η ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, στο σύνολο της, ήταν μια υπέρβαση και συνδέθηκε άρρηκτα με τόπους πολλούς, ανθρώπους ακόμη περισσότερους, να πάνω απ’ όλες με ιδέες, μεγάλες ιδέες, οι οποίες σκιαγράφησαν τη μεγάλη του διαδρομή του.
Ήταν 29 Ιουλίου του 1925 όταν ο Μίκης αντίκρισε για πρώτη φορά το φως της ζωής. Καρπός της αγάπης του Γιώργη Θεοδωράκη, από τον Γαλατά της Κρήτης και της Ασπασίας Πουλάκη, από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας μιας και ο πατέρας του, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, έπαιρνε διαρκώς μεταθέσεις. Όπου γης και πατρίς: από την Μυτιλήνη μέχρι τα Γιάννενα, από την Κεφαλονιά μέχρι τον Πύργο, την Πάτρα και την Τρίπολη.
Οι παιδικές αναμνήσεις πολλές. Ανάμεσά τους και αυτή από την πρώτη συνάντηση με τον Ελευθέρια Βενιζέλο, στο σπίτι του στα Γιάννενα την οποία ο ίδιος διηγήθηκε γλαφυρά στην έκδοση «Οι δρόμοι του αρχάγγελου»: «: “Μπήκα στο σαλόνι και τους είδα να κάθονται στις πολυθρόνες. Ο πατέρας ολόϊδιος όπως όταν είχε μπροστά του τον παππού μου. Με το σεις και με το σας. “Ιδού, κύριε Πρόεδρε, ο διάδοχος, Μιχαήλ Θεοδωράκης. Έχει το όνομα του φίλου σας…” λέει με νόημα και χαμογελά. Ο Βενιζέλος μού πιάνει τα χέρια και, σαν ν΄ακούω τον παππού μου, μού λέει: “Να δούμε, θα γίνεις Κρητίκαρος σαν τον πατέρα σου;”. Μου δίνει ένα μπατσάκι στο μάγουλο και προσθέτει: “Αλήθεια, με μισεί ακόμα ο Μιχαλάκης;” “Μα όχι κύριε Βενιζέλε. Θα έλεγα ότι έγινε και οπαδός σας”. “Θεέ μου, τί ψέματα λέει”, σκέφτηκα, “ο μπαμπάς”, γιατί μόλις άκουσα το όνομα Βενιζέλος σκέφτηκα τον παππού μου που του φώναζε “Δεν θέλω να ακούσω το όνομα αυτό!” Ώστε, λοιπόν, αυτός ήταν. “Λοιπόν Μίκη, δηλαδή Μιχάλη”, μού λέει ο πατέρας, “θα πας τώρα σαν ήσυχο παιδάκι να γευματίσεις, και μετά τα μαθήματά σου. Χαιρέτησε πριν φύγεις…”. Τότε πραγματικά θύμωσα με όλους αυτούς τους ξένους και, όπως το συνήθιζα όταν πίστευα πως είχα δίκιο, άρχισα να φωνάζω και να αναποδογυρίζω τις καρέκλες και ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Έγινε ένα μικρό πανδαιμόνιο. Επενέβη ο Βενιζέλος και είπε : “Μα τί θέλει το παιδί;” “Να κάτσει μαζί μας.” “Και γιατί δεν του κάνουμε το χατίρι;” “Μα τί λέτε , κύριε Πρόεδρε, θα τον μαυρίσω στο ξύλο.” Και πράγματι με έπιασε απ’ τα αυτιά. Τότε ο Βενιζέλος σηκώθηκε και με πήρε στην αγκαλιά του…Με κάθισε στα γόνατά του. Όμως ήταν πια πολύ αργά. Γιατί σ’ αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν έβλεπα ότι τα χάνω όλα και ότι κινδυνεύω, αισθανόμουνα αυτόματα μια ζεστή υγρασία στα σκέλια μου, δηλαδή με απλά λόγια κατουριόμουνα στα βρακιά μου. Φαίνεται ότι σε κάποια στιγμή ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως αισθάνθηκε τα υγρά στο παντελόνι του, με ανασήλωσε λίγο για να δει τί συμβαίνει, και φυσικά εγώ όπου φύγει φύγει. Εγκαταλειμμένος απ’ όλους και ντροπιασμένος, έτρεξα στον κήπο και χώθηκα στον κρυψώνα μου, στο κοτέτσι, περιμένοντας τη συντέλεια του κόσμου…”
Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής
Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, το καλοκαίρι του 1940, ο Μίκης βρίσκεται στην Τρίπολη όπου θα ζήσει τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, μέχρι το 1943. Εκεί θα πάρει τα πρώτα μαθήματα μουσικής αλλά και την απόφαση να αφιερωθεί στη μουσική. Ασχολείται συστηματικά με τη χορωδιακή μουσική και διευθύνει την πρώτη του χορωδία στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Εκεί, στην ίδια εκκλησία θα δώσει την παρθενική του συναυλία παρουσιάζει, σε ηλικία 17 ετών.
Σ’ αυτόν τον τόπο όμως έκανε και την πρώτη του επανάσταση επιχειρώντας να φύγει κρυφά για το μέτωπο: «“Χωρίς να το πολυσκεφτώ, αποφάσισα να πάω στο μέτωπο. Είχα διαβάσει τις σημειώσεις του πατέρα μου, “Πολεμικαί Σελίδες”, που με τόση υπερηφάνεια διηγούνταν την φυγή του από την Κρήτη – κρυφά από τους δικούς του, για να πάει στο μέτωπο, που, κατά σύμπτωση, και τότε βρισκόταν στην Ήπειρο. Ακολουθώντας το ρεύμα των φαντάρων, πήγα στο σταθμό και μπήκα στο τρένο. Δεν πήρα τίποτα μαζί μου, για να μην κινήσω υποψίες. Την ώρα του φαγητού άνοιξαν όλοι τα μαντήλια με τα τρόφιμα και έγινε ένα κοινό τραπέζι. Από το σταθμό Πελοποννήσου περάσαμε στο Σταθμό Λαρίσης και μόλις προλάβαμε το τρένο για τη Λάρισα. Από κει οι στρατιώετες με αυτοκίνητα ή και με τα πόδια πήγαιναν στα Γιάννενα, περνώντας από αριστερά, στο Μέτσοβο. Εξαντλημένος από το ταξίδι, κοιμόμουν βαθιά, κουβαριασμένος στον ξύλινο πάγκο του τρένου, όταν με ξύπνησαν. Ήταν χωροφύλακες. Αμέσως κατάλαβα ότι το ταξίδι μου έφθασε στο τέρμα του. Χωρίς πολλές κουβέντες αλλάξαμε τρένα και μπήκαμε στο δρόμο του γυρισμού. Απογοητευμένος και πληγωμένος αρνήθηκα να φάω. Μισούσα τον πατέρα μου και βιαζόμουν να τον δω, να του τα πω και να ξεσπάσω. Με περίμενε στον σταθμό στην Τρίπολη. Δεν είπαμε τίποτα μπροστά σε τρίτους. Βαδίσαμε σιωπηλοί έως το σπίτι μας, όπου η μάνα μου με τον αδελφό μου κρεμάστηκαν πάνω μου, κλαίγοντας και σκούζοντας. Αφού πέρασε η πρώτη μπόρα, τότε μίλησα ήμερα στον πατέρα μου: “Είσαι ψεύτης, γιατί μιλάς για πατριωτισμό και με εμποδίζεις να κάνω κι εγώ το καθήκον μου όπως το ‘κανες κι εσύ”. Δεν βρήκε άλλο επιχείρημα, παρά το ότι αυτός ήταν 16 κι εγώ μόνο 15 χρονών. Ήταν αστείο. Τότε τους δήλωσα ότι δεν έχω θέση στο σπίτι και, όπως ήμουνα, κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και βγήκα στο δρόμο».
Δεν άργησε όμως η μέρα που η εφηβική επιθυμία θα γινόταν σκληρή πραγματικότητα. Θα συλληφθεί στην Τρίπολη δύο φορές από τους Ιταλούς, την πρώτη στις 25 Ιουλίου 1942, μετά από μια διαδήλωση στον τάφο του Θ. Κολοκοτρώνη και θα περάσει τρεις μέρες στη φυλακή. Εκεί o Μίκης θα γνωρίσει στελέχη της αντίστασης και θα έλθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη μαρξιστική ιδεολογία. Τον ίδιο χρόνο θα φύγει για την Αθήνα για σπουδές στη νομική, όπου θα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ για να συνεχίσει από τις γραμμές της τον αντιστασιακό αγώνα. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Τον επόμενο χρόνο, το 1943, συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς στη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου και βασανίζεται.
Ο εμφύλιος
Μετά την απελευθέρωση και το ξέσπασμα του εμφυλίου ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών θα διωχθεί από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία αρχικά στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Ακόμη και την εξορία όμως κατάφερε να την μετατρέψει σε τόπο δημιουργίας: «Μια βραδιά στην Ικαρία πρότεινα στο θάλαμο να γράψουμε όλοι μαζί ένα τραγούδι. Λέω τον πρώτο στίχο, για να κινήσω τη μηχανή: “Θάλασσες μάς ζώνουν”, “κύματα μάς κλειούν”, λέει ένας άλλος. Ο καθένας έβρισκε κι ένα στίχο και στο τέλος διαλέγαμε τον καλύτερο. “Σ’ άγριους βράχους πάνω τα νιάτα μας φρουρούν/στείλαν του λαού μας/ τ΄ άξια τα παιδιά/ για να τα λυγίσουν σε δεσμά βαριά”. Την άλλη μέρα πήρα τους στίχους και πήγα στο βράχο. Το βράδυ τούς τραγούδησα το νέο μας τραγούδι. Το μάθαμε τόσο ωραία – με τριφωνίες – που βγήκαμε στην αυλή που δέσποζε πάνω απ’ τη χαράδρα και το τραγουδούσαμε δυνατά, να μάς ακούσουν κι οι άλλοι. Το μεσημέρι στο καφενείο μάς ρωτούσαν: “Τί είναι αυτό που τραγουδούσατε μες στη νύχτα;”. Το ίδιο βράδυ, μετά το σισσίτιο, το είπαμε στην ομάδα. ‘Έτσι γράφτηκε και τραγουδήθηκε “Το Τραγούδι της Εξορίας”. Έγραψα τότε κι άλλα δύο τραγουδάκια. Το ένα για το άρθρο δέκα, που μάς διατάζει “να μην έχουμε γυναίκα”, και το άλλο για τους “¨τρεις αρραβωνιασμένους στην Ικαρία” σε ρυθμό καλαματιανό, που το χορεύαμε στις μουσικοχορευτικές μας εσπερίδες».
Το 1949 βρίσκει τον Μίκη Θεοδωράκη στα Χανιά να αναρρώνει από τις κακουχίες της εξορίας και τα βασανιστήρια. Ένα χρόνο αργότερα θα αποφοιτήσει από το Ωδείο Αθηνών και θα πάει στην Αλεξανδρούπολη για να ολοκληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Το 1954 παίρνει υποτροφία και φεύγει για σπουδές στο Παρίσι. Ασχολείται εντατικά με την κλασική μουσική, συνθέτει έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου, γράφει μουσική για μπαλέτο αλλά και για τον κινηματογράφο. Η επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1960, θα σημάνει την έναρξη του κύκλου των κορυφαίων έργων του, καθώς θα ηχογραφήσει, μέσα σε τέσσερα χρόνια, τον «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και το «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Το 1964 το όνομά του θα ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα από την μουσική του για την ταινία «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη.
Ο αγώνας εναντίον της χούντας
Στα χρόνια της δικτατορίας πρωτοστατεί στο αγώνα ενάντια στη Χούντα των Συνταγματαρχών, συλλαμβάνεται, μπαίνει στην απομόνωση, εξορίζεται μαζί με όλη του την οικογένεια στη Ζάτουνα της Αρκαδίας ενώ περνά και από το στρατόπεδο του Ωρωπού. Όλο αυτό το διάστημα φροντίζει να φθάνουν τα τραγούδια του στο εξωτερικό και κυρίως στο Παρίσι όπου θα βρεθεί και ο ίδιος αργότερα το 1970 για να δώσει από εκεί πλέον τον αγώνα για την ελευθερία. Το 1974 επιστρέφει πανηγυρικά στην πατρίδα και αναπτύσσει έντονη συναυλιακή δραστηριότητα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Δεν εγκαταλείπει ωστόσο την ενασχόλησή του με τα κοινά. Σημαντική χρονιά για εκείνον ήταν το 1983 που του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν.
Παράλληλα γίνεται πρεσβευτής της ειρήνης και παγκόσμιος κήρυκας της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων συνδυάζοντας στα πολυάριθμα ταξίδια του την μουσική με τα ανθρωπιστικά – κοινωνικά μηνύματα. Κορυφαία στιγμή η παρουσίαση του έργου του «Μαουτχάουζεν», με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη, το 1994, στο Όσλο όπου υπεγράφη η ιστορική συμφωνία μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε επιλέξει να δίνει το δυναμικό «παρών» σε όλα τα μεγάλα γεγονότα τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού: πυρηνική καταστροφή στο Τσέρνομπιλ, ελληνοτουρκικές σχέσεις, Παλαιστινιακό, βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία, πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, υπόθεση Οτσαλάν κ.α.
Η ανάγκη του για ενεργή συμμετοχή στα κοινά προβλήματα, τα σημαντικά εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα υπήρξε άσβεστη μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακόμη και τα τελευταία χρόνια, που η κατάσταση της υγείας του δεν τού επέτρεπε πολλές δημόσιες εμφανίσεις, φρόντιζε να περνά τα μηνύματά του και να σχολιάζει τα σημαντικά γεγονότα μέσα από τα μακροσκελή και αιχμηρότατα κείμενά του. Συνδετικός άξονας ανάμεσα σε όλο αυτά τα κείμενα η δική του προσωπική αρχή και ταυτόχρονα η διαχρονική συμβουλή του προς όλους τους συμπατριώτες του και κυρίως προς τους νέους: «Να κάνετε αυτό που δεν μπορείτε. Να κατακτήσετε το αδύνατο»!