Ζούμε σε μία περίοδο δοκιμασίας της δημόσιας υγείας. Απαιτούνται -και σωστά- μέτρα σε πολλές κατευθύνσεις. Μέσα σε αυτά τα μέτρα είναι και αυτά του περιορισμού μετακίνησης, των ατομικών μέτρων προστασίας από τον ιό. Σωστά υπάρχει καταιγισμός από μηνύματα για ατομική πρόληψη, αλλά όλα αυτά δεν πρέπει να μας πάνε στην άλλη άκρη, να καλούμαστε εκτός από το να κλειστούμε σπίτι, να κλείσουμε και το μυαλό μας, το στόμα μας, να σιωπήσουμε. Να θεωρείται ένοχος ο λαός, ο ίδιος ο άρρωστος, επειδή το δημόσιο σύστημα υγείας είναι ανεπαρκέστατο.
Με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, βγαίνουν στην επιφάνεια για ακόμα μία φορά μία σειρά αλήθειες που δεν μπορούμε να τις προσπεράσουμε. Για να δούμε μερικές από αυτές.
Ζήσαμε μία περίοδο απαξίωσης από το κυρίαρχο σύστημα της έννοιας του δημόσιου και κοινωνικού αγαθού, που η δημόσια υγεία θεωρούνταν «κόστος» και οι εργαζόμενοι που θα έπρεπε να τη στελεχώσουν «έξοδο». Επί σειρά ετών, προχωράει η ολοένα και μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της Υγείας, οι υπηρεσίες της γίνονται ανταποδοτικές.
Ταυτόχρονα με αυτά, διεξάγεται και η αντίστοιχη «πλύση εγκεφάλου» στους εργαζόμενους, συνολικά στα λαϊκά στρώματα, ώστε να πειστούν ότι οι υπηρεσίες θα γίνουν καλύτερες αν εμπλακεί το ιδιωτικό κεφάλαιο, ότι είναι πιο σωστό «ό,τι πληρώνει ο καθένας, τόσα να λαμβάνει κιόλας». Ότι θα είναι «καλύτερα» για το δημόσιο, αν το υγειονομικό υλικό αγοράζεται με βάση τη χαμηλότερη προσφορά, η οποία μπορεί να προέρχεται από την Ελλάδα, από τη Ρωσία, από την Κίνα κτλ. Ότι είναι «μαξιμαλισμός» να ζητάμε πιο πολλά Νοσοκομεία, Μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που να επαρκούν για όλο τον πληθυσμό, πολιτική πρόληψης για το λαό μας. Ο «εξορθολογισμός» της κρατικής πολιτικής στην Υγεία, λοιπόν, πέρασε μέσα από τη μείωση της χρηματοδότησης, το πάγωμα των προσλήψεων, την αποσάθρωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Στην πόλη μας εκφράστηκε επιπλέον με ελλείψεις σε ιατρονοσηλευτικό προσωπικό στα δύο Νοσοκομεία μας, κλείσιμο του Νοσοκομείου Νοσημάτων Θώρακος, του 409.
Η εξέλιξη της επιδημίας του νέου κορωνοϊού, έφερε πλήρως στο φως το πόσο ανύπαρκτη και υποτυπώδη δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) έχουμε.
Αναδείχτηκε ότι η προτροπή, πως όσοι εμφανίζουν ήπια συμπτώματα θα πρέπει να παραμείνουν σπίτι τους και να συμβουλεύονται το γιατρό τους, ώστε να μη δημιουργείται συμφόρηση στα νοσοκομεία, δεν μπορεί να υποστηριχθεί από την ΠΦΥ. Έτσι, αναγκάζεται ο λαός να βάζει το χέρι στην τσέπη –αν έχει-, για να βρει κάποια υποστήριξη.
Μόλις πριν από δύο μέρες (!!!) άρχισε στις μονάδες της ΠΦΥ η ενημέρωση για το πώς χρησιμοποιούνται τα Μέσα Ατομικής Προστασίας, τα οποία δεν υπάρχουν ακόμα, αλλά αναμένονται. Με την κατάσταση που επικρατεί στην ΠΦΥ, γίνεται κατανοητό το γιατί δεν της ανατέθηκε η εξέταση και λήψη επιχρίσματος για την ανίχνευση του κορωνοϊού, πέραν του γεγονότος ότι δεν υπήρχαν αντιδραστήρια για την εξέταση. Αλήθεια, γιατί ένα διαγνωστικό τεστ για τον κορωνοϊό να έχει τόσο μεγάλο κόστος. Αν δεν ήταν η αγορά, δεν θα ήταν πάμφθηνο; Αν γινόταν η εξέταση σε όσους είχαν συμπτώματα, θα ήταν πολύ πιο εύκολη η αντιμετώπιση και ο έλεγχος της διασποράς του κορωνοϊού.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, καταρρίπτονται τα ιδεολογήματα και ο κυνικός ισχυρισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι «η αγορά μπορεί να ανταποκριθεί προς όφελος όλων».
Αποδεικνύεται πόσο μακριά από τις ανάγκες του λαού είναι οι επιλογές της κυβέρνησης της ΝΔ στον τομέα της Πρόληψης, Προστασίας και Προαγωγής Υγείας – Ανάπτυξης των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας. Ο όλος σχεδιασμός τους, πέραν των ωραίων εκθέσεων, έχει ως στόχο με ελάχιστους πόρους να δίνουν τις κατευθύνσεις και με ένα συνονθύλευμα φορέων να παρέχεται η ΠΦΥ από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τους επιχειρηματικούς ομίλους στην Υγεία, τους Δήμους, τις ΜΚΟ.
Δυστυχώς, σε αυτές τις επιλογές έχουν σύμμαχο την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στην Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων, οι οποίες θέλουν να αναλάβουν την αρμοδιότητα της ΠΦΥ οι Δήμοι. Επιλογές που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα που ζούμε σήμερα, η οποία δείχνει το πόσο επικίνδυνοι είναι αυτοί οι σχεδιασμοί.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι αναγκαίος ένας κρατικός ενιαίος σχεδιασμός και όχι επιλογές τέτοιες που υποσκάπτουν τον ενιαίο χαρακτήρα και οδηγούν κάθε Δήμο ξεκομμένα να ψάχνει να βρει λύσεις.
Απαιτείται πλήρης ανάπτυξη ενός κρατικού και απολύτως δωρεάν συστήματος Υγείας, με Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου, πλήρως στελεχωμένα με γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, υγειονομικούς όλων των κλάδων, με σύγχρονο εξοπλισμό, με όλη την αναγκαία χρηματοδότηση. Μόνο έτσι μπορούν να ικανοποιηθούν οι λαϊκές οικογένειες.
Ήρθε σήμερα η ώρα –πιο έντονα απ’ ότι σε άλλες στιγμές- να αποδειχτεί στην πράξη αν η πολιτική που ακολουθείται επιβεβαιώνεται ή όχι, δυστυχώς μετρώντας παράλληλα θύματα, στη χώρα μας, αλλά και στην Ιταλία, στη Γαλλία, σε όλο τον κόσμο. Αποδεικνύεται ότι η Υγεία δεν μπορεί να αφεθεί στο έλεος του κέρδους, στους νόμους της αγοράς. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ότι δε βλέπει πως όπου υπήρχε ικανοποιητική δυνατότητα πρόσβασης του πληθυσμού σε επαρκείς υπηρεσίες περίθαλψης, η θνητότητα (θάνατοι επί % των νοσούντων) ήταν της τάξης του 0,3%, ενώ όπου δεν υπήρχε τέτοια πρόσβαση η θνητότητα ήταν υπερδεκαπλάσια, 3-5%.
Όταν λοιπόν η κυβέρνηση βάζει μπροστά την ατομική ευθύνη για τον περιορισμό της πανδημίας, αυτό είναι ένα το κρατούμενο και βλέπουμε ότι η πλειοψηφία του λαού αντιμετωπίζει με αίσθημα ευθύνης το θέμα της δημόσιας υγείας που περνάει η χώρα μας.
Το μείζον όμως ζήτημα είναι η ευθύνη του κράτους (μέσω των κάθε φορά κυβερνώντων) για την εξασφάλιση όλων των μέσων, ώστε να ενισχυθεί το Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Αναρωτιόμαστε, γιατί δεν προσλαμβάνεται μόνιμο προσωπικό, γιατί επιμένει η κυβέρνηση με τους επικουρικούς, οι οποίοι μέχρι να εκπαιδευτούν, να έχουν την απαιτούμενη εμπειρία, θα φτάσει η ώρα να φύγουν; Είναι αντικειμενικό το 2020 να γίνεται έκκληση για εθελοντές στα Νοσοκομεία μας, όταν είμαστε στην ευχάριστη θέση να έχουμε αρκετούς επιστήμονες Υγείας και μάλιστα όταν έχουμε κατηγορηθεί πολλές φορές ότι «παράγουμε πολλούς επιστήμονες» και ότι «τα Πανεπιστήμιά μας βγάζουν πιο πολλούς γιατρούς από όσους μπορούμε να απορροφήσουμε»;
Θεωρούμε, επίσης, απαράδεκτο, το 2020 η χώρα μας να μην μπορεί να εξασφαλίσει με ίδια μέσα το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, να μην έχει άμεση πρόσβαση στα Μέσα Ατομικής Προστασίας (μάσκες, γάντια κλπ.), σε όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό που χρειάζεται και να περιμένουμε να μας τροφοδοτήσει η Κίνα και η Ρωσία. Ο παγκόσμιος πληθυσμός να περιμένει φάρμακα και εμβόλια και τα μονοπώλια να ανταγωνίζονται ποιος πρώτος θα έχει την πατέντα του εμβολίου, του φαρμάκου που θα αντιμετωπίσει τον κορωνοϊό.
Πρέπει να αναλογιστούμε αν αυτό είναι σε αντιστοιχία με όλα τα παχιά λόγια περί ανάπτυξης που ακούγαμε τόσο καιρό, η οποία θα ωφελούσε κάποια στιγμή και τα λαϊκά δικαιώματα. Είναι η κατάλληλη ώρα να σκεφτούμε αν τα δικαιώματά μας και οι ανάγκες μας, τόσο στην Υγεία, όσο και σε μία σειρά ακόμα τομείς, όπως η πρόσβαση σε αξιοπρεπείς δημοτικές υπηρεσίες, η ολοκληρωμένη μόρφωση για το λαό και τα παιδιά του, η διατροφή του λαού μας, η πρόσβαση στον πολιτισμό και στον αθλητισμό, μπορούν και πρέπει να εξαρτώνται από τον κάθε φορά προσανατολισμό των επενδυτών, εγχώριων και διεθνών.
Ο συλλογισμός αυτός, αν τον ακολουθήσουμε μέχρι τέλους, μας δείχνει ότι ο «φοβερός» καπιταλιστικός σχεδιασμός, ο καπιταλιστικός δρόμος που παρουσιάζεται ως μονόδρομος, αφήνει εκτεθειμένη τη χώρα μας και το λαό της, καθημερινά αλλά και σε κρίσιμες στιγμές.
Ένα άλλο ζήτημα που χρειάζεται την προσοχή μας, είναι ότι σε αυτές τις δύσκολες ώρες για τους λαούς, δεν είναι το μοναδικό μέλημα όλων η αντιμετώπιση της πανδημίας. Η εξάπλωση του κορωνοϊού αξιοποιείται πολύπλευρα από τις αστικές τάξεις όλων των χωρών, μαζί και από τη δική μας.
Κάποιοι σχεδιάζουν, «ονειρεύονται» ανακατατάξεις της οικονομικής και πολιτικής δύναμης ανάμεσα στα ισχυρά κράτη. Άλλοι θέλουν να συνηθίσουμε στην καταστολή, ώστε να έχουν έτοιμα τα εργαλεία, νομοθετικά και άλλα, για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε «έκτακτων καταστάσεων» προκύψουν. Πολλοί, όπως ο ΣΕΒ, διάφοροι σύνδεσμοι εργοδοτών, βλέπουν την κατάσταση σαν ευκαιρία για να περάσουν αδιαμαρτύρητα αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, στις οποίες στόχευαν εδώ και χρόνια και με την κινητοποίηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος άλλες ακυρώθηκαν και άλλες καθυστέρησαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γενίκευση της τηλεργασίας, ένα πάγιο αίτημα των ομίλων, του ΣΕΒ, το οποίο θα συμβάλλει στην ακόμα μεγαλύτερη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, στην κατάργηση της συλλογικότητας.
Αν η χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων είναι πρόσκαιρη και οφείλεται αποκλειστικά στον κορωνοϊό, αναρωτιόμαστε αν τα σούπερ-μάρκετ, που αυτή την περίοδο αύξησαν την κερδοφορία τους, θα προχωρήσουν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς τετράωρα, εξάωρα, part time, μισθούς δούλου. Έχουμε πείρα και γνωρίζουμε την απάντηση.
Βλέπουμε δηλαδή ότι ο κορωνοϊός μπορεί να λειτουργήσει και ως επιταχυντής μία σειράς εξελίξεων, χωρίς να είναι η αιτία τους –όπως θα θελήσουν να μας πείσουν-, για παράδειγμα σε μία πιθανή ύφεση στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία.
Όλοι καταλαβαίνουμε ποιος θα πληρώσει «το μάρμαρο». Όμως γνωρίζουμε ότι το λαϊκό κίνημα δεν έχει πει την τελευταία του λέξη και πρέπει να παλέψουμε να μη «φιμωθεί» ούτε την περίοδο που διανύουμε. Υπερασπιζόμαστε με όλα τα μέσα τη δημόσια υγεία, τα λαϊκά δικαιώματα συνολικά, δεν αφήνουμε στο σύστημα δρόμους ανοιχτούς για να μας κάνει το κεφάλι «κουρκούτι», να σκεφτόμαστε όπως αυτό θέλει.
Προσέχουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, για να είμαστε όλοι παρόντες και δυνατοί, ώστε να διεκδικήσουμε και να οικοδομήσουμε το αύριο. Ένα αύριο που πρέπει να ανήκει σε όλη την κοινωνία και όχι σε όσους ζουν εις βάρος της.