Στα 950 και 880 ευρω αντίστοιχα προτείνουν Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ να φθάσει το επόμενο διάστημα ο κατώτατος μισθός. Μια οικονομική πρόταση που αγγίζει χιλιάδες εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, μετά τις πρόσφατες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό που ισχύει ήδη από την 1η Απριλίου.
Μπορεί άραγε η αγορά να σηκώσει τα όσα ζητούν τα δύο μεγάλα κόμματα και ειδικότερα την αύξηση του μισθού;
Του Γιώργου Ηλιόπουλου
Ο «Σ.Ε.» απευθύνθηκε σε εκπροσώπους της επιχειρηματικότητας που κατέθεσαν την δική τους θέση.
«Αυξήσεις με αντισταθμιστικά οφέλη»
O αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Αχαΐας Χάρης Ανδρικόπουλος, μιλώντας στον «Σ.Ε.» αναφέρει ότι: «Βεβαίως συμφωνούμε με την αύξηση των κατώτατων μισθών, εφόσον υπάρξει όμως και αντίστοιχη ανάπτυξη. Επίσης οι αυξήσεις αυτές θα πρέπει να γίνουν σε βάθος τετραετίας και όχι μονομιάς, γιατί κάτι τέτοιο δεν το αντέχει η επιχειρηματικότητα». Και συνεχίζοντας εξηγεί ότι: «Θα πρέπει να υπάρχουν και κάποια άλλα κίνητρα στις επιχειρήσεις, δηλαδή μείωση των εισφορών για τους εργαζόμενους και εργοδοτικών εισφορών μαζί με μείωση φορολογίας και ΦΠΑ. Θα πρέπει να υπάρχουν και αντισταθμιστικά οφέλη και ένας εξορθολογισμός, όταν για παράδειγμα προσλαμβάνουμε ανέργους τότε να επιδοτούμαστε και εμείς δηλαδή οι επιχειρήσεις. Τις ξαφνικές αυξήσεις δεν θα μπορέσουμε να τις αντέξουμε και βέβαια να υπάρχει ανάπτυξη, που είναι και το ζητούμενο». Σε σχέση με το μείζον ζήτημα που καίει την επιχειρηματικότητα αυτή την περίοδο, ο κ. Ανδρικόπουλος αναφέρει ότι: «Η κάθε επιχείρηση έχει διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικό προφίλ. Δεν υπάρχει μια απάντηση που να αντικατοπτρίζει όλες τις επιχειρήσεις. Γενικότερα οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να έχουν ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, να λειτουργούν βασικές δομές του κράτους χωρίς να ταλαιπωρείται ο επιχειρηματίας, είτε αυτό οφείλεται στην Εφορία ή από οποιοδήποτε άλλο φορέα και να καμφθεί το «τέρας» της γραφειοκρατίας, κάτι το οποίο μας ταλαιπωρεί ιδιαίτερα». Τέλος, ο κ. Ανδρικόπουλος, αναφερόμενος και στην κατάσταση που επικρατεί στην αγορά και τα νοικοκυριά σήμερα και με δεδομένο ότι έχουν καταγραφεί διάφορες τοποθετήσεις για μείωση του ΦΠΑ, αναφέρει ότι: «Σαφώς και πρέπει να μειωθεί ο ΦΠΑ. Η μείωση του ΦΠΑ στις μεγάλες επιχειρήσεις, που είναι και ένα βαρόμετρο για το ύψος του πληθωρισμού και την κατανάλωση και δεν αναφέρομαι μόνο στα σούπερμάρκετ, περνάει πάντα στις τιμές του ραφιού. Όταν ο ΦΠΑ ανεβαίνει, θα ανέβουν και οι τιμές και όταν πέσει, θα πέσουν. Σίγουρα θα είναι μια ανάσα η μείωση του για τον καταναλωτή και τις επιχειρήσεις. Σε αυτή την περίπτωση θα αυξηθεί και η κατανάλωση. Και είναι προφανές ότι η μείωση του ΦΠΑ θα βοηθήσει εφόσον είναι οριζόντια. Όχι να μειωθεί ο ΦΠΑ σε κάποιες κατηγορίες αλλά οριζόντια όπως προείπα, δηλαδή το 24% να πέσει στο 20% και το 13% να γίνει 10% για παράδειγμα. Τότε θα μιλάμε για ουσιαστικές αλλαγές στην κατανάλωση και αύξηση και της αγοραστικής δύναμης».
«Να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα»
Ο Κωνσταντίνος Νικολούτσος, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ηλείας από την πλευρά του δηλώνει ότι: «Το πρόβλημα της αύξησης των μισθών είναι υπαρκτό. Με βάση τις αυξήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα στη ζωή μας και είναι δύσκολη η επιβίωση των μισθωτών, σαφώς και κάτι πρέπει να γίνει. Ποιες είναι όμως οι αντοχές της οικονομίας και η ανταγωνιστικότητά της για να γίνουν πράξη; Αυτό το ερώτημα δεν μπορώ να το απαντήσω. Η κατάσταση όμως δεν είναι τόσο απλή». Για το κατά πόσο η επιχειρηματικότητα μπορεί να ανταποκριθεί σε νέα οικονομικά δεδομένα, εφόσον γίνουν πράξη οι αυξήσεις των μισθών, ο κ. Νικολούτσος απαντά ότι: «Σαφώς αναγνωρίζουμε την ανάγκη του κόσμου, όμως δεν μπορούμε να κάνουμε και πρόβλεψη κατά πόσο το επιπλέον κόστος επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τη βιωσιμότητά τους». Σε σχέση με το τι ζητάει αυτή την περίοδο η αγορά, ο ίδιος επισημαίνει ότι απαιτούνται μεγάλα βήματα στον τομέα της καινοτομίας. «Τα περισσότερα προγράμματα που κατά καιρούς προσφέρονται δεν έχουν στοιχεία καινοτόμας επιχειρηματικότητας. Ειδικά στην επαρχία το πρόβλημα είναι μεγάλο. Απαιτείται και ένα μεγάλο γνωστικό background που για την ώρα δεν το έχω διαπιστώσει». Κατά τον ίδιο είναι επιβεβλημένη η αναπροσαρμογή των προγραμμάτων αλλά και του τρόπου που αυτά εφαρμόζονται κατά καιρούς από την επιχειρηματικότητα.
Τι προτείνει η ΝΔ
Ειδικότερα, η Νέα Δημοκρατία ζητάει την ψήφο των πολιτών υποσχόμενη ότι οι μισθοί θα προσεγγίσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στόχος να επιτευχθεί μία αύξηση των μισθών κατά 25% σε βάθος τετραετίας, φοροελαφρύνσεις για οικογένειες με παιδιά και μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Η πηγή χρηματοδότησης των παρεμβάσεων της ΝΔ έχει βασική προϋπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα κινείται με ρυθμούς 3% ετησίως, που για να γίνει προαπαιτούμενο είναι να υπάρξει υψηλή ροή επενδύσεων. Μέχρι στιγμής οι εκτιμήσεις είναι ότι για το 2023 η οικονομία δεν θα τρέξει πάνω από 2,3%. Για να αγγίξει το 3%, για τα επόμενα έτη, θα πρέπει οι επενδύσεις και η κατανάλωση να είναι υψηλές και φυσικά να μην απειληθούν από μία νέα κρίση, όπως για παράδειγμα η εν εξελίξει αναταραχή στις διεθνείς τράπεζες. Επομένως, για να γίνουν πράξη οι εξαγγελίες της ΝΔ προαπαιτούμενο είναι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. Σύμφωνα με το πρόγραμμα του κόμματος οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 70%, οι εξαγωγές έως το 2030 θα αυξηθούν 70% του ΑΕΠ και τα τουριστικά έσοδα θα εκτοξεύουν στα 30 δισ. Ευρώ. Επίσης η ΝΔ δεσμεύεται για σταδιακή μείωση 20% του τέλους επιτηδεύματος το 2025, 30% το 2026 και κατάργηση έως το τέλος της τετραετίας το 2027.
Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ
Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει πέραν από μείωση του μισθολογικού κόστους και την μείωση των έμμεσων φόρων. Σε αντιστάθμιση τα ποσά που απαιτούνται από μια τέτοια κίνηση θα προέλθουν από έσοδα φορολογίας υψηλών εισοδημάτων, μερισμάτων κλπ. Ακόμα ζητάει τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, που κοστολογείται περίπου στα 1,2 δισ. το χρόνο. Από την πλευρά των εσόδων, η φορολόγηση, κατά 90% υπερκερδών των εταιρειών θα αποφέρουν έσοδα της τάξεως των 5 δισ. Επίσης η φορολόγηση μερισμάτων θα φέρουν αντίστοιχα έσοδα περίπου 50 εκατ. ευρώ το χρόνο. Επομένως, οι δημοσιονομικές ανάγκες στο σύνολό τους αγγίζουν τα 5,5 δισ. ευρώ το χρόνο.
«Μόνο με ανάπτυξη μπορούμε να μιλάμε για αναπροσαρμογή στις απολαβές»
Από την πλευρά του ο Παναγιώτης Τσιχριτζής, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Αιτωλοακαρνανίας σημειώνει ότι: «Η αγορά και η επιχειρηματικότητα μπορεί να σηκώσει τέτοιους μισθούς εάν έχουμε πραγματική ανάπτυξη, εάν δεν έχουμε θα είναι πολύ δύσκολο για τις επιχειρήσεις να αντέξουν αυτά τα νούμερα». Και συνεχίζοντας αναφέρει ότι «είναι ένα ερώτημα εάν η αγορά μπορεί να σηκώσει αυτές τις αλλαγές. Κάποιοι δεν διστάζουν να πουν ότι «με τις δικές μας τσέπες τα κόμματα κάνουν προεκλογικά προγράμματα και δίνουν υποσχέσεις». Θεωρώ ότι εάν υπάρξει ανάπτυξη ουσιαστική μπορούμε να συζητήσουμε την αύξηση των μισθών, όπως προανέφερα». Σε σχέση με τα οικονομικά προγράμματα που έχουν εξαγγελθεί από τα δύο μεγάλα κόμματα και κατά πόσο αυτά μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη, ο κ. Τσιχριτζής αναφέρει ότι «εν πολλοίς τα προγράμματα των κομμάτων με βρίσκουν σύμφωνο. Δεν θέλω όμως να πάρω θέση για το ποιος με βρίσκει σύμφωνο περισσότερο ή λιγότερο. Εκείνο που θεωρώ δύσκολο στην πράξη είναι να μειωθεί ο ΦΠΑ. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει στην πράξη. Θα έχουμε πρόβλημα με την εποπτεία, γιατί μην κοροϊδευόμαστε έχουμε ακόμη εποπτεία και δεύτερον θα μειωθούν αισθητά τα εισπραττόμενα από το κράτος, χωρίς να υπάρχει ένα αντιστάθμισμα». Κατά άλλους παρατηρητές η μείωση του ΦΠΑ μπορεί να επιδράσει διαφορετικά. Όταν επί κυβέρνησης Σαμαρά μειώθηκε ο ΦΠΑ, προσθέτει ο κ. Τσιχριτζής, αυξήθηκαν σημαντικά τα έσοδα για το κράτος γιατί υπηρξε αύξηση της κατανάλωσης. «Πάντως, παρόλα αυτά καμία κυβέρνηση δεν θα μειώσει τον ΦΠΑ γιατί είναι ένα τεράστιο έσοδο. Εκείνο που θεωρώ ότι πρέπει να γίνει για να πάρει μια ανάσα η επιχειρηματικότητα είναι να υπάρχει μια ουσιαστική και πραγματική ρύθμιση οφειλών. Όχι όπως έγινε τελευταία από την
κυβέρνηση με τις 72 δόσεις που κανείς δεν μπόρεσε να κάνει χρήση. Χρειάζονται επίσης εμπροσθοβαρή επενδυτικά προγράμματα. Πρέπει να εφαρμοστούν σοβαρά επενδυτικά προγράμματα, πολλά από τα οποία έχουν ήδη ανακοινωθεί. Όμως χρειαζόμαστε ακόμα περισσότερα για να δώσει μια νέα διάσταση στην Οικονομία. Υπάρχουν επιχειρήσεις που πραγματικά θα ωφεληθούν. Το εάν βέβαια θα βρούμε προσωπικό είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα, για να εφαρμοστούν τα προγράμματα αυτά». Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι τη μείωση του ΦΠΑ ζητούν και οι ίδιοι οι καταναλωτές, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών. Ειδικότερα το 84% των καταναλωτών, δηλώνει ότι θα προτιμούσε να μειωθεί ο ΦΠΑ στα τρόφιμα παρά να συνεχιστεί το καλάθι του νοικοκυριού. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων καταναλωτών (85%) που συμμετείχαν στην έρευνα του ΙΕΛΚΑ, υποστηρίζει ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Το 23%, δηλώνει ότι είναι μια θετική πρωτοβουλία (το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 35% όσων αγοράζουν από το καλάθι). Σε σχέση με τον ΦΠΑ η τελευταία μείωση είχε γίνει στις 20 Μαΐου 2019. Τότε ο ΦΠΑ είχε μειωθεί ως εξής: • Από το 24% στο 13% σε βασικά είδη διατροφής, • Από το 24% στο 13% στην εστίαση με εξαίρεση τη διάθεση αλκοολούχων και μη αλκοολούχων ποτών, χυμών και ροφημάτων, •Από το 13% στο 6% σε ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο και τηλεθέρμανση.
«Οι επιχειρήσεις θέλουν να δίνουν καλές αμοιβές»
Ο Δημήτρης Νικολακόπουλος, Πρόεδρος της Oμοσπονδίας Επαγγελματικών Βιοτεχνικών και Εμπορικών Σωματείων Αχαΐας, αναφέρει ότι: «Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για την αγορά να «σηκώσει» μια τέτοια ραγδαία αύξηση μισθών. Όσο μεγαλύτερους μισθούς παίρνουν οι εργαζόμενοι, τα χρήματα επιστρέφουν και πάλι στην αγορά και επιστρέφουν σε αυτή. Όταν λάβει ο εργαζόμενος 100 ευρώ αύξηση θα κάνει ανακύκλωση του χρήματος, διότι θα αυξήσει αυτά που ξοδεύει και αυτό είναι πολύ καλό. Ωστόσο, από τους μισθούς που έχουμε ήδη το να οδηγηθούμε σε απότομες αυξήσεις είναι κάτι που δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη». Ένα επιπρόσθετο μισθολογικό κόστος δεν μπορεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να συνεχίσουν την λειτουργία τους, παρά το γεγονός, όπως σημειώνει ο κ. Νικολακόπουλος «ότι οι επιχειρήσεις θέλουν οι εργαζόμενοί τους να αμείβονται καλά. Όμως, εκείνο που ζητάμε είναι να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων για να μπορέσουμε να κάνουμε τις συγκεκριμένες αυξήσεις στους μισθούς». Μάλιστα, αναφέρει ότι πολλοί επιχειρηματίες παραδέχονται ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν έναν αξιοπρεπή μισθό για να μπορέσει να βοηθηθεί γενικά η Οικονομία. Θα πρέπει να υπάρξουν τέτοιες συνθήκες επίσης, ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα των μισθών που προτείνονται. «Είναι σίγουρο ότι όλες οι επιχειρήσεις δεν θα ανταποκριθούν σε μια απότομη αύξηση μισθού. Γιατί τα κόστη των επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω των πρώτων υλών και αυτό δεν μπορούν να το περάσουν στον τελικό καταναλωτή. Επίσης δεν υπάρχουν χρήματα στα ταμεία για να κάνουν αύξηση στους μισθούς. Όλα αυτά τα επισημαίνω χωρίς να παραλείπουμε ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν αξιοπρεπείς μισθούς. Αυτό απαιτεί να γίνουν κατάλληλες οι συνθήκες» εξηγεί ο κ. Νικολακόπουλος. Κατά τον Πρόεδρο της ΟΕΒΕΣΝΑ, μια αύξηση κατά 200 ευρώ του μισθολογικού κόστους είναι «τρομακτικό νούμερο. Διότι τα 200 ευρώ μπορεί να φαίνονται λίγα, όμως για πέντε εργαζόμενους σε μια επιχείρηση σημαίνει εκτόξευση του κόστους κατά 1000 ευρώ. Συν τις άλλοις, συμπαρασύρει και άλλα πράγματα, όπως ασφαλιστικές εισφορές, την παρακράτηση φόρου κλπ». Για το τι επιθυμεί η επιχειρηματικότητα να γίνει στην πράξη αυτή την περίοδο, ο κ. Νικολακόπουλος τονίζει ότι «η αγορά ήθελε πάση θυσία τις 72 δόσεις που δεν εφαρμόστηκαν παρά για λίγους. Η αγορά θέλει επίσης σταθερό φορολογικό σύστημα και να μην αλλάζουν τα φορολογικά δεδομένα. Επίσης χρειαζόμαστε μείωση στο ΦΠΑ γιατί θα ήταν ένα κίνητρο ώστε η αγορά να κινηθεί γιατί θα έχουμε μεγαλύτερη κατανάλωση και μεγαλύτερο κέρδος για όλους. Αυτοί που κυβερνάνε δεν το καταλαβαίνουν αυτό; Παράδειγμα εάν ένα κιλό ζάχαρη είναι φθηνό, ο καταναλωτής δεν θα αγοράσει ενάμιση κιλό με τα περισσότερα χρήματα που θα έχει; Εκτιμώ ότι η κινητικότητα μπορεί να επέλθει με τη μείωση του ΦΠΑ, γιατί θα είναι μια αλυσίδα πραγμάτων που θα βοηθήσουν την Οικονομία. Με ΦΠΑ στο 24% τι περιμένουμε να εισπράξουμε; Περιμένει η εκάστοτε κυβέρνηση να εισπράξει χρήματα που είναι αδύνατον αυτό να γίνει στην πράξη».