Με συνοπτικές διαδικασίες επιλογής τεχνικών εταιρειών και πρόσληψης στελεχών για την επίβλεψη των έργων, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών αναλαμβάνει την αποκατάσταση των υποδομών στις πληγείσες περιοχές της Θεσσαλίας με παρεμβάσεις κόστους έως 600 εκατ. ευρώ.
Η κυβέρνηση καθιερώνει νέο τρόπο αντιμετώπισης των συνεπειών φαινομένων της κλιματικής κρίσης ή και άλλων φυσικών καταστροφών που προκαλούν εκτεταμένες ζημιές στις υποδομές της χώρας δίνοντας έκτακτες αρμοδιότητες στο προαναφερόμενο υπουργείο με τροπολογία που ψηφίστηκε χθες αργά το βράδυ στη Βουλή, με την οποία θεσπίζεται:
«Στις περιοχές που κηρύσσονται κατάσταση έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας, σύμφωνα άρθρο 25 του ν. 4662/2020 (Α’ 27), και απαιτείται κατεπείγουσα εκτέλεση έργων που συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με την αποκατάσταση των υποδομών τους, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών δύναται να αναλαμβάνει, δια των υπηρεσιών και των εποπτευόμενων φορέων του, τον σχεδιασμό, την ανάθεση και την εκτέλεση των κατεπειγόντων έργων αποκατάστασης βλαβών των υποδομών, ακόμα και όταν δεν υπάγονται στις αρμοδιότητές του.»
Στην παρούσα συγκυρία η κυβέρνηση επιλέγει με τον τρόπο αυτό να αποκαταστήσει την προσβασιμότητα στις περιοχές που έχουν πληγεί στη Θεσσαλία με βραχείας αποκατάστασης έργα υποδομών (κυρίως οδικά και σιδηροδρομικά καθώς και αποκατάστασης γεφυρών) ύψους 500 – 600 εκατ. ευρώ, όπως τα κοστολόγησε ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρήστος Σταϊκούρας.
Η χρηματοδότηση τους θα προέλθει από το Ταμείο Ανάκαμψης, έπειτα από την αναθεώρησή του, σε συνέχεια των αποφάσεων που ελήφθησαν στις Βρυξέλλες για τη βοήθεια που θα παρέχει η ΕΕ στη χώρα μας προς αντιμετώπιση των συνεπειών από την πρωτοφανή καταιγίδα.
Για την ενεργοποίηση της εν λόγω διάταξης, δηλαδή την υποκατάσταση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από το υπουργείου Υποδομών, απαιτείται, μετά την κήρυξη περιοχής σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας, Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Υπουργού και Μεταφορών, οποία περιλαμβάνεται συνοπτική περιγραφή των σχετικών έργων.
Τα προς εκτέλεση έργα που είναι κατεπείγοντα, τελούν σε άμεση συνάφεια και είναι αναγκαία, αποκλειστικά για την αποκατάσταση βλαβών στις υποδομές και δεν περιλαμβάνουν εργασίες συμπλήρωσης ή επέκτασης αυτών, με την εξαίρεση απολύτως απαραίτητων συνοδών έργων, ιδίως αντιπλημμυρικής προστασίας, στο σύνολο της λεκάνης απορροής.
Τα εργαλεία για την εφαρμογή της απόφασης, το κράτος να αναλαμβάνει κεντρικά την ταχεία αποκατάσταση των ζημιών σε υποδομές, με τις προϋποθέσεις που προαναφέραμε, βάσει της ίδιας τροπολογίας, μεταξύ άλλων, είναι:
Τα έργα ανατίθενται αφού προηγουμένως εκδοθεί απόφαση εξαίρεσης τους από τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης.
Οι αναγκαίες απαλλοτριώσεις εκτάσεων διενεργούνται με τη διαδικασία του άρθρου 7Α του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001, Α’ 17), χωρίς να αποκλείεται και η διαδικασία επίταξης των προς απαλλοτρίωση εκτάσεων για την έγκριση οποίας δεν απαιτείται γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου Δημοσίων Έργων του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Η διαδικασία επιλογής του αναδόχου για εκτέλεση των έργων πραγματοποιείται, σύμφωνα με την περίπτωση γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 4412/2016. Στη διαδικασία προσκαλούνται τρεις τουλάχιστον εργοληπτικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν αποδεδειγμένη εμπειρία στην εκτέλεση έργων αντίστοιχης κατηγορίας υποδομών, εφόσον με την προσφορά τους και επί ποινή αποκλεισμού, αποδέχονται εγγράφως την εκτέλεση και παράδοση του έργου εντός της συμφωνημένης προθεσμίας. Αποκλειστικό κριτήριο για τις αναθέσεις είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει τιμής.
Για την αντιμετώπιση των αναγκών του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών που προκύπτουν από εφαρμογή της εν λόγω διάταξης επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ειδικής διάταξης, εκτός από τις μετακινήσεις υπαλλήλων του δημοσίου τομέα και η πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (για 2 συν 2 χρόνια αν χρειαστεί). Ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών δύναται να συστήνει, για μελέτη και παρακολούθηση των ειδικών θεμάτων που προκύπτουν, ομάδες εργασίας από υπαλλήλους του υπουργείου, ειδικούς επιστήμονες και άλλα κατά την κρίση του κατάλληλα πρόσωπα.