Του Νίκου Ι. Νικολόπουλου
Προέδρου Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος
Παραμένουν απρόβλεπτες οι πραγματικές επιπτώσεις της πανδημίας. Είναι βέβαιο όμως ότι… ήδη ανέτρεψε τα πάντα. Ισχυρά νεοφιλελεύθερα δόγματα και δογματικές σταθερές του παγκοσμιοποιημένου νεοκαπιταλιστικού συστήματος, έχουν καταρρεύσει με πάταγο.
Και μέσα σε αυτή την κατάσταση, διεθνείς οίκοι και αγορές, έβγαλαν ήδη συμπέρασμα: Η Ελλάδα θα χτυπηθεί αλύπητα από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Τους λόγους εξήγησε ο γνωστός μας Τόμσεν. «Θα στοιχίσει ακριβά στην Ελλάδα η εξάρτησή της από τον τουρισμό». Και καθώς η γερμανοκρατούμενη Ε.Ε. ακόμα αντέχει, αυτή τη φορά θα ράψει ένα ακόμα μνημόνιο. «Κορωνο-μνημόνιο»! Αντίστοιχα θα «φορεθούν» και σε άλλες χώρες (π.χ. Ιταλία. Ισπανία, κλπ). Και… ο Θεός βοηθός!
Γι’ αυτό και σε πολιτικό επίπεδο, ο τρόπος που θα αντιμετωπίσει την «καταιγίδα» η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κρίνει τελικά και το πολιτικό μέλλον του ίδιου του αρχηγού της και σημερινού πρωθυπουργού.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να διαπιστώσει κάποιος ότι η προκήρυξη πρόωρων εκλογών πάνω στα συντρίμμια του κορωνοϊού ισούται με αυτοκτονία. Είναι προφανές ότι το σκηνικό δεν ενδείκνυται για κάλπες όσο θα μπαίνουμε στις μαύρες μέρες της ύφεσης. Γιατί το μόνο που θα σκέφτεται ο ψηφοφόρος πάνω από την κάλπη θα είναι την άδεια τσέπη του. Ανούσια περαιτέρω ανάλυση για το επαπειλούμενο μαύρισμα…
Εμείς, στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας, από την πρώτη μέρα που η οικονομία μπήκε, μαζί με την κοινωνία, στη καραντίνα, υπογραμμίσαμε την ανάγκη να προχωρήσει άμεσα ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας, με έμφαση στη μεταποίηση και τις εξαγωγές αγαθών. Εντούτοις, η κυβέρνηση δεν έχει προβάλει κάποιο αξιόπιστο σχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση.
Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει και το ακανθώδες πρόβλημα των κόκκινων δανείων, που θα διογκωθεί περαιτέρω λόγω και της πανδημίας. Η πώληση των κόκκινων δανείων «αντί πινακίου φακής» σε ξένα και ντόπια funds και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί – ακόμα και της πρώτης κατοικίας – αποτελούν την έτοιμη να εκραγεί βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, της ετοιμόρροπης εθνικής οικονομίας και της πολυβασανισμένης λαϊκής οικογένειας. Και πρέπει να μην μας διαφεύγει ότι από την ένταξη της χώρας στα μνημόνια ως σήμερα, στο τραπεζικό σύστημα έχουν «πέσει» πάνω από 100 δισ. ευρώ για ανακεφαλαιοποιήσεις. Δηλαδή έχει αποπληρωθεί το σύνολο του σημερινού ιδιωτικού χρέους από τα χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων.
Επιτέλους, για πρώτη φορά οι τραπεζίτες παραδέχονται ότι υπό τις σημερινές συνθήκες μόνο μια badbank είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε εθνικό επίπεδο, μπορεί να σώσει τις εμπορικές τράπεζες με στόχο να προχωρήσει άμεσα η απαλλαγή των ευρωπαϊκών τραπεζών από τα Κόκκινα Δάνεια εκατοντάδων δις που ως άλλος κωρονοϊός, επιμολύνει τα χαρτοφυλάκια τους.
Ακόμα, πρέπει γενναία να ενισχυθούν όλες οι ελληνικές επιχειρήσεις ώστε να μην ξεπουληθούν σε ξένα συμφέροντα. Άλλωστε, τα «κόκκινα» δάνεια δεν αφορούν μόνο την πρώτη κατοικία (στεγαστικά) αλλά είναι και επιχειρηματικά, επαγγελματικά κλπ. Το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά (ως προς το ύψος τους) είναι τα επιχειρηματικά.
Η ρευστότητα των Ελλήνων, μόνο με κούρεμα των τραπεζικών τους υποχρεώσεων μπορεί να αυξηθεί. Επίσης, απαιτείται περαιτέρω μείωση φορολογικών επιβαρύνσεων. Αλλά και άτοκα ή χαμηλότοκα δάνεια.
Πρέπει άμεσα να ανταποκριθούν οι κυβερνώντες στις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνον για το επόμενο δεκαπενθήμερο ή τον επόμενο μήνα, αλλά τα όσα επόμενα χρόνια χρειαστεί. Παραμένει άγνωστη η διάρκεια της επιδημίας, η ένταση, καθώς και η πιθανότητα να χτυπήσει πολύ σκληρά τον τουρισμό το καλοκαίρι και να επανέλθει το φθινόπωρο, μαζί και οι άγνωστες παρενέργειες που θα έχει μια διεθνής οικονομική κρίση που προέρχεται και από τη ζήτηση και από την προσφορά.
Χωρίς την απαιτούμενη ρευστότητα στην αγορά όχι μόνον οι περισσότερες επιχειρήσεις θα κλείσουν αλλά σίγουρα, ως απεδείχθη στην πράξη τα τελευταία 11χρόνια, δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη. Και όποιος επιμένει να μην το βλέπει, αυταπατάται.
Στο κάτω – κάτω, σε μια χώρα που υπέστη ύφεση άνω του 60% είναι γελοίο να θεωρείται επιτυχία ανάπτυξη κατά 2% το έτος.