Αυξημένη ζήτηση σε σχέση με το περυσινό δεύτερο εξάμηνο του 2018 παρατηρείται φέτος στον τομέα της στεγαστικής πίστης, κλείνοντας μια χρονική περίοδο δεκαετούς σχεδόν καθοδικής πορείας νέων εκταμιεύσεων στον τομέα αυτό. Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις αρμόδιων τραπεζικών στελεχών που επικοινώνησε το ΑΠΕ – ΜΠΕ οι συνολικές νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 400 εκατ. ευρώ, σε σχέση με περίπου 250 εκατ. ευρώ πέρυσι.
Όπως τονίζουν τα αρμόδια τραπεζικά στελέχη, τα μεγέθη αυτά απέχουν κατά πολύ από την «χρυσή» εποχή της στεγαστικής πίστης που κορυφώθηκε το 2007 με συνολικές εκταμιεύσεις που ξεπέρασαν σε ετήσια βάση τα 16 δισ. ευρώ. Οι εκταμιεύσεις αυτές δεν είναι πλέον το ζητούμενο ούτε το επιθυμητό για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αναφέρουν τα τραπεζικά στελέχη. Το ζητούμενο είναι μια υγιής ζήτηση που θα εξασφαλίζει και μια ομαλή αποπληρωμή των δανείων.
Σχολιάζοντας την χαμηλή ζήτηση επιτελικά τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν ότι πάντα μετά από μια μεγάλη περίοδο βαθειάς κρίσης, η ανάκαμψη της στεγαστικής πίστης έρχεται με μια μικρή χρονική υστέρηση. Αρχικά παρατηρείται αυξανόμενη ζήτηση από πλευράς επιχειρήσεων και μετά στην λιανική τραπεζική. Σε κάθε περίπτωση η πορεία της ζήτησης επηρεάζεται άμεσα από τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της οικονομίας.
Που εστιάζουν όμως την προσοχή τους οι τράπεζες
Η Τράπεζα Πειραιώς έχει ανακοινώσει νέα προσωποποιημένη τιμολόγηση στεγαστικών δανείων. Ειδικότερα, με βάση τη νέα πολιτική, ο κάθε πελάτης θα απολαμβάνει εξατομικευμένο επιτόκιο, σύμφωνα με το προσωπικό του πιστωτικό και οικονομικό προφίλ, καθώς και ειδικότερων παραμέτρων του δανείου που αιτείται.
Με αυτό τον τρόπο, τονίζουν τα αρμόδια τραπεζικά στελέχη, ο κάθε πελάτης λαμβάνει το καλύτερο δυνατό επιτόκιο, ως αποτέλεσμα της πλέον σύγχρονης και αποτελεσματικής διαδικασίας τιμολόγησης, ενώ ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στη διαμόρφωση του επιτοκίου του, έτσι ώστε αυτό να ανταποκρίνεται καλύτερα στις δικές του ανάγκες και απαιτήσεις. Τα στεγαστικά δάνεια κυμαινομένου επιτοκίου χορηγούνται με βάση το Euribor 1 μηνός, πλέον σταθερού περιθωρίου για όλη τη διάρκεια του δανείου από 2,65% (πλέον εισφοράς Ν. 128/75).
Η Εθνική Τράπεζα από την πλευρά της προσφέρει μια σειρά λύσεων στον τομέα της στεγαστικής πίστης. Δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, δάνεια με χαμηλή δόση για τα πρώτα 1, 2 ή 3 έτη. Επίσης δάνεια για ανακαίνιση σπιτιού έως 20.000 ευρώ χωρίς εγγυήσεις και χωρίς προσημείωση ακινήτου, με ανταγωνιστικό επιτόκιο για κάθε είδους επισκευές. Επίσης δάνειο που συνδυάζει κυμαινόμενο επιτόκιο και ανώτατο όριο δόσης από το 2ο έως και το 6ο έτος, δάνεια, με σταθερό επιτόκιο για τα πρώτα 3,5 έτη. Η Εθνική Τράπεζα προσφέρει πλέον και στεγαστικά δάνεια με σταθερή δόση και σταθερό επιτόκιο για έως και 30 χρόνια, με τα ανταγωνιστικότερα επιτόκια της αγοράς, ενδεικτικά 3,64% για 30 χρόνια και 3,50% για 20 χρόνια. Όπως αναφέρουν στελέχη της, η Εθνική Τράπεζα διαθέτει μακρόχρονη συσσωρευμένη εμπειρία στον τομέα της στεγαστικής πίστης, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της στεγαστικής πίστης της χώρας.
Η Eurobank στρέφεται στη νέα γενιά στεγαστικών προγραμμάτων με δυνατότητα σταθερής δόσης, για όλη τη διάρκεια του δανείου και χωρίς κόστος σε περίπτωση πρόωρης, μερικής ή ολικής αποπληρωμής, εγκαινιάζοντας την επανεκκίνηση της αγοράς στεγαστικών δανείων, με σύγχρονους όρους.
Η τράπεζα παρέχει έτσι τη δυνατότητα, σε κάθε ενδιαφερόμενο, να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που υπάρχουν σήμερα ή θα παρουσιαστούν το επόμενο διάστημα στην αγορά ακινήτων και δεσμεύτηκε ότι θα παρέχει απάντηση σχετικά με την οικονομική προέγκριση του δανείου εντός 3 εργασίμων ημερών από την κατάθεση όλων των δικαιολογητικών. Στα βασικά χαρακτηριστικά των νέων σταθερών προγραμμάτων στεγαστικών δανείων περιλαμβάνονται σταθερό επιτόκιο για τρία, πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε και τριάντα έτη. Σημειώνεται ότι για πρώτη φορά εξασφαλίζεται σταθερή δόση για όλη τη διάρκεια του δανείου. Μηδενικό κόστος πρόωρης μερικής ή ολικής αποπληρωμής. Χρηματοδότηση έως το 80% της εμπορικής αξίας του ακινήτου.
Παράλληλα, ή και σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η τράπεζα διαθέτει και όλα τα προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου, στην περίπτωση που ο δανειολήπτης επιθυμεί τη διακύμανση του επιτοκίου του με βάση τις συνθήκες της αγοράς, ενώ μεταξύ άλλων προσφέρει για τα στεγαστικά δάνεια προσωποποιημένη τιμολόγηση, άμεση εξειδικευμένη ενημέρωση σχετικά με τα στεγαστικά δανειακά προϊόντα είτε μέσω της νέας αποκλειστικής γραμμής εξυπηρέτησης διαδικτύου.
Για τα νέα ζευγάρια (έως 40 ετών) προσφέρει όλα τα παραπάνω προγράμματα για απόκτηση ακινήτου, με σημαντικά μειωμένη δόση για τους πρώτους 6 μήνες μέσω καταβολής μόνο τόκων. Τα παραπάνω προγράμματα ισχύουν και για δάνεια για επισκευή ακινήτου.
Η Alpha Bank διαθέτει στεγαστικά δάνεια που καλύπτει κάθε στεγαστική ανάγκη με πλήθος επιλογών καθ΄ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του. Για παράδειγμα με το στεγαστικό δάνειο Alpha Κατοικία χρηματοδοτείται για κάθε στεγαστική ανάγκη, όπως για την αγορά, ανέγερση, αποπεράτωση, επισκευή κάθε είδους κατοικίας ή άλλου ακινήτου, καθώς και για την απόκτηση οικοπέδου. Ο πελάτης μπορεί να επιλέξει το είδος του επιτοκίου που του ταιριάζει, προκειμένου να έχει είτε μία σταθερή δόση μέσω της επιλογής σταθερού επιτοκίου από 5 έως και 30 έτη, είτε να επωφεληθεί από τις ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς μέσω της επιλογής κυμαινομένου επιτοκίου που συνδέεται με το Euribor τριών μηνών. Επίσης, μπορεί να επιλέξει το ποσό της μηνιαίας δόσης που επιθυμεί να πληρώνει στην αρχή του δανείου, ώστε να διευκολυνθεί με τις αυξημένες υποχρεώσεις που συνοδεύουν μία νέα κατοικία. Επιλέγοντας τη δυνατότητα «Χαμηλή Εκκίνηση» ορίζει ο ίδιος το ποσό της δόσης που επιθυμεί να πληρώνει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να είναι μειωμένο έως και 50% σε σχέση με την κανονική του δόση. Προσφέρεται χρηματοδότηση που ανέρχεται στο 80% της αξίας του ακινήτου και έως το 100% του συμβολαίου αγοράς, με ελάχιστο ποσό 15.000 ευρώ (διάρκεια του δανείου από 5 έως 35 έτη, επιτόκιο σταθερό για 5, 10, 15, 20, 25 ή 30 έτη, κυμαινόμενο με βάση το επιτόκιο Euribor τριών μηνών πλέον σταθερού περιθωρίου από 3,30%, πλέον εισφοράς του Ν. 128/75, το οποίο καθορίζεται στην αρχή του δανείου ανάλογα με το ποσό του δανείου και το ποσοστό χρηματοδότησης).